-
1 παντ-όπτας
παντ-όπτας, dor. für παντόπτης, ὁ, = πανόπτης, der Alles sieht, Aesch. Suppl. 131, wie Soph. O. C. 1088, ὦ Ζεῦ παντόπτα; vgl. Ar. Av. 1058.
-
2 παντόπτας
1 παντ-όπτας
παντ-όπτας, dor. für παντόπτης, ὁ, = πανόπτης, der Alles sieht, Aesch. Suppl. 131, wie Soph. O. C. 1088, ὦ Ζεῦ παντόπτα; vgl. Ar. Av. 1058.
2 παντόπτας