Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παλίννοστος

См. также в других словарях:

  • παλίννοστος — παλίννοστος, ον (Α) βλ. παλίνοστος …   Dictionary of Greek

  • παλιννόστοιο — παλίννοστος returning masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιννόστοισι — παλίννοστος returning masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιννόστοισιν — παλίννοστος returning masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιννόστου — παλίννοστος returning masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιννόστους — παλίννοστος returning masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιννόστων — παλίννοστος returning masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλιννόστῳ — παλίννοστος returning masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίννοστοι — παλίννοστος returning masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόστος — ο (Α νόστος) επιστροφή ξενιτεμένου στην πατρίδα, παλινόστηση («Ὀδυσσεὺς ὤλεσε τηλοῡ νόστον Ἀχαιΐδος», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (γενικά) επάνοδος 2. ταξίδι, πλους 3. (για σιτάρι) σοδειά, συγκομιδή 4. (για φαγητό) νοστιμιά 5. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νόστοι… …   Dictionary of Greek

  • παλίνοστος — και παλίννοστος, ον (Α) αυτός που επανέρχεται, που επιστρέφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + νόστος (πρβλ. εύνοστος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»