-
1 πάγιον
πάγιοςsolid: masc acc sgπάγιοςsolid: neut nom /voc /acc sg -
2 πάγιος
πάγιος (πήγνυμι), fest, derb, dauerhaft; πάγιον ἐχέτω τοῦτον τὸν λόγον, Plat. Epin. 984 d; Sp., παγιώτερος σιδήρου, Luc. Alex. 21; ἑστηκὸς ἔχει τὸ τέλος καὶ πάγιον, S. Emp. adv. rhett. 13; δραμεῖν ὀξύτατοι καὶ παγιώτατοι, D. C. 76, 12. – Adv. παγίως, bes. mit Bestimmtheit, Gewißheit sagen, bekräftigen, νοῆσαι Plat. Theaet. 157 a, vgl. Rep. V, 479 c, διισχυρίζομαι Tim. 49 d; λέγειν, Arist. rhet. 2, 13; Sp.
-
3 παγιος
31) твердый, плотный(σίδηρος Luc.)
2) перен. твердый, определенный, незыблемыйπάγιον ἔχειν τοῦτον λόγον τινά Plat. — твердо держаться какого-л. принципа
-
4 καταπάγιον
κατα-πάγιον, τό,A fixed payment, IG12(5).572 ([place name] Ceos). Adv. - ίως constantly,πόλιν κ. οἰκεῖν Isoc.15.156
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπάγιον
-
5 πάγιος
A solid,κηρὸς.. σιδήρου παγιώτερος Luc.Alex.21
. Adv., εἶναι -ίως to be solid, opp. ῥεῖν, Arist.Cael. 298b30.II firm, steadfast,οὐδὲν π. ἐστι τῶν ἀνθρωπίνων D.
C.65.1; π. ἔχειν τὸν λόγον hold it fast, Pl.Epin. 984d, cf. Plot. l.c.;πάγιον ἕστηκε Lib.Or.64.47
; of persons, συστῆναι παγιώτατοι steady in the ranks, D. C.76.12. Adv. -ίως, λέγειν to say positively, without reservations, Pl.R. 434d; π. νοῆσαι ib. 479c, Tht. 157a;π. διισχυρίζεσθαι Id.Ti. 49d
, cf. Arist.Rh. 1389b19; firmly, immovably, . -
6 πάριον
-
7 παῖον
См. также в других словарях:
πάγιον — πάγιος solid masc acc sg πάγιος solid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγιος — α, ο (ΑΜ πάγιος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. στερεός («κηρὸς... σιδήρου παγιώτερος», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν επιδέχεται αλλαγές, σταθερός, αμετακίνητος, αμετάβλητος (α. «πάγια κατάσταση» β. «πάγιες αποδοχές») νεοελλ. φρ. α) «πάγια έξοδα» (οικον.)… … Dictionary of Greek
παίον — παῑον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀσφαλές, βέβαιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. διαλ. τ. τού πάγιον (βλ. λ. πάγιος)] … Dictionary of Greek