Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πάγιον

См. также в других словарях:

  • πάγιον — πάγιος solid masc acc sg πάγιος solid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγιος — α, ο (ΑΜ πάγιος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. στερεός («κηρὸς... σιδήρου παγιώτερος», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν επιδέχεται αλλαγές, σταθερός, αμετακίνητος, αμετάβλητος (α. «πάγια κατάσταση» β. «πάγιες αποδοχές») νεοελλ. φρ. α) «πάγια έξοδα» (οικον.)… …   Dictionary of Greek

  • παίον — παῑον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀσφαλές, βέβαιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. διαλ. τ. τού πάγιον (βλ. λ. πάγιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»