-
61 ἀρχαιό-τροπος
ἀρχαιό-τροπος, von alter Sitte, alterthümlich, ἐπιτηδεύματα Thuc. 1, 71. Bei Harpocr. ἀρχαιοτρόπως λέγειν, als Erkl. von ἀρχαίως, w. m. s.
-
62 ἀν-επί-τροπος
ἀν-επί-τροπος, ohne Vormund, B. A. 9; Suid.; Sp. auch ἀνεπιτρόπευτος
-
63 ἀ-μετά-τροπος
ἀ-μετά-τροπος, dasselbe, Orph. H. 58, 17.
-
64 ἀ-δικό-τροπος
ἀ-δικό-τροπος, von ungerechter Sinnesart, Crates bei B. A. 343.
-
65 ἀν-έν-τροπος
ἀν-έν-τροπος, rücksichtslos, nicht achtend?
-
66 ἀλλοιό-τροπος
ἀλλοιό-τροπος, veränderlich; wenn nicht für beide ἀλλοτρ. zu lesen.
-
67 ὁμό-τροπος
ὁμό-τροπος, von gleichen Sitten, gleicher Lebensart, gleichem Charakter, übereinstimmend; Δίκα καὶ ὁμότροπ ος Εἰράνα, Pind. Ol. 13, 7; ἤϑεα, Her. 8, 144; τινί, 2, 49; Plat. Phaed. 83 d; οἱ ὁμότροποι Τιμάρχου, Aesch. 1, 158; Ἔρωτι, Anacr. 36, 5. – Auch adv. ὁμοτρόπως, Schol. Soph. O. C. 350 u. A.
-
68 ὁμοιό-τροπος
ὁμοιό-τροπος, von gleicher Art u. Weise, gleichen Sitten, gleichem Character; Thuc. 1, 6. 3, 10, der auch das adv. braucht, παρεσκευασμένος ὁμοιοτρόπως μάλιστα τῇ ἡμετέρᾳ δυνάμει, übereinstimmend mit unseren Truppen ausgerüstet, 6, 20, vgl. 8, 96; τινί, Plat. Alc. II, 142 c; Sp., ϑάνατος, Luc. Gall. 25.
-
69 ὁλό-τροπος
ὁλό-τροπος, auf alle Art und Weise, im adv., Sp.
-
70 ἄ-τροπος
-
71 ἐπί-τροπος
ἐπί-τροπος, hingewandt, Schol. Lycophr. 1. – Gew. subst. der Aufseher, Verwalter, von der Gottheit, der Schützer, Pind. Ol. 1, 106; τῶν οἰκίων Her. 3, 63; τῶν ἑωυτοῦ 1, 108; τῆς σκηνῆς Xen. Cyr. 4, 2, 35; ὁ ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐπ. Oec. 12, 2; οἱ ἐν τοῖς χωρίοις Plat. Legg. VIII, 849 d; neben ταμίας Ar. Eccl. 212; Geschäftsführer, Dem. 27, 19; bes. der Vormund, Her. 9, 10; Thuc. 2, 80; Plat. Alc. I, 118 c u. öfter; τὴν κτῆσιν τοὺς ἐπιτρόπους ἐπιτροπεύειν Legg. IX, 877 c; Oratt.; Plut. Lys. 3 Dem. 6 u. sonst; – Statthalter, τῆς Μέμφιος Her. 3, 27, Μιλήτου 5, 30; u. bes. Sp. in den Provinzen, ὁ κατὰ τὴν Λιβύην ἐπ. Hdn. 7, 4, 5.
-
72 ὑπό-τροπος
ὑπό-τροπος, zurückkehrend, heimkehrend, zurückgekommen; Il. 6, 501 Od. 20, 332; ὑπότροπος αὖτις Il. 6, 367; H. h. Apoll. 476; ὑπότροπος οἴκαδε Od. 21, 211. 22, 35; sp. D.; – immer wiederkommend, wie ὑποτροπικός.
-
73 ἑτερό-τροπος
ἑτερό-τροπος, von anderer Art u. Weise, ἐπὶ κακὸν ἑτερότροπον ἐπέχει τις τύχη Ar. Th. 725; übh. verschieden, sp. D., bes. Nonn., z. B. τύχης ἑτερότροπα κύματα D. 2, 670; ähnl. τύχης ἑτερότροπος ὁρμή Paul. Sil. 69 (IX, 768), was auch "sich auf die andere Seite hin wendend" erklärt wird.
-
74 ἔκ-τροπος
ἔκ-τροπος, abweichend, K. S.
-
75 ἰσό-τροπος
ἰσό-τροπος, von gleichem Charakter, Sp.
-
76 ἰδιό-τροπος
ἰδιό-τροπος, von eigenthümlicher Art u. Weise, Strab. XVII, 823, von besonderer. Größe; κέρατα φύσεως ἰδιοτρόπου κοινωνοῦντα D. Sic. 3, 34; ἡδονή Plut. Non posse 16. – Adv. ἰδιοτρόπως, z. B. τὸν βίον ἔχειν D. Sic. 3, 18.
-
77 ἡλιό-τροπος
ἡλιό-τροπος, ἡ, = Vorigem, Diosc.
-
78 Ό,τι η μοίρα διορίσει, δεν είν' ο τρόπος να γυρίσει
Ό,τι μέλλει, δεν ξεμέλλει, και ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει– Ό,τι η μοίρα διορίσει, δεν είν' ο τρόπος να γυρίσει• Чему быть, того не миноватьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ό,τι η μοίρα διορίσει, δεν είν' ο τρόπος να γυρίσει
-
79 Όπου είναι τρόπος, είναι και τόπος
• Живи добрее, будешь всем милееИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όπου είναι τρόπος, είναι και τόπος
-
80 τρόπω
τρόποςturn: masc nom /voc /acc dualτρόποςturn: masc gen sg (doric aeolic)τροπόωmake to turn: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)τροπόωmake to turn: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————τρόποςturn: masc dat sg
См. также в других словарях:
τροπός — twisted leathern thong masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπος — turn masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόπος — ο, ΝΜΑ 1. μέσο, μέθοδος, είδος, σύστημα ενέργειας (α. «τρόπος διδασκαλίας» β. «οὐ γὰρ δῆ τρόπῳ τῷ παρεόντι χρεώμενοι δυνατοί εἰμεν οἰκέειν τὴν χώραν», Ηρόδ.) 2. (σχετικά με λόγο) ύφος, είδος έκφρασης 3. μτφ. συμπεριφορά, διαγωγή, φέρσιμο (α. «δεν … Dictionary of Greek
τρόπος — ο 1. σύστημα ενέργειας, μέθοδος, μέσο: Υπάρχει τρόπος να πετύχεις. 2. μτφ., διαγωγή, συμπεριφορά, φέρσιμο: Έχει καλούς τρόπους. 3. επιτηδειότητα, λεπτότητα, ικανότητα: Τα ζήτησε με τρόπο και τα πήρε. 4. περιουσία, χρήματα, το βιος: Έχει τον τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τροπός — ο, ΝΑ ο τροπωτήρας αρχ. δοκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας τού τρέπω. Ο τ. στη λήγουσα αναλογικά προς το τροφός) … Dictionary of Greek
λύδιος τρόπος — Μία από τις συνολικά δεκαπέντε κλίμακες της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Προερχόταν από τη Λυδία και διδάχθηκε στην Ελλάδα από τον Όλυμπο, σύμφωνα με τον Αριστόξενο. Ο λύδιος, όπως και ο φρύγιος τρόπος, αποδίδονταν επίσης σε θεότητες ή ποιητές της … Dictionary of Greek
ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… … Dictionary of Greek
νομαδισμός — Τρόπος ζωής των λαών ή των φυλών, που δεν έχουν μόνιμη κατοικία και ζουν κινούμενοι διαρκώς από τόπο σε τόπο· οι μετακινήσεις των νομαδικών λαών ρυθμίζονται από τη μεταβολή των κλιματικών συνθηκών και των συνεπειών της στη ζωή των ζώων και των… … Dictionary of Greek
τρόπω — τρόπος turn masc nom/voc/acc dual τρόπος turn masc gen sg (doric aeolic) τροπόω make to turn pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τροπόω make to turn imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιαχνί — τρόπος μαγειρέματος κρέατος, λαχανικών ή οσπρίων με κρεμμύδι τσιγαρισμένο μέσα σε λάδι, μυρωδικά και σάλτσα ντομάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yahni] … Dictionary of Greek
διαίσθηση — Τρόπος άμεσης πρόσκτησης γνώσεων, χωρίς επίγνωση της σχετικής διαδικασίας. Στην ιστορία της σκέψης, η δ. ήταν αρχικά intuitio intellectualis, δηλαδή μία μορφή που στηρίζεται στον συνδυασμό των αισθήσεων και της νόησης και αφορά την άμεση σύλληψη… … Dictionary of Greek