-
81 ομόχρους
ους, ουν, ομόχρωμος, ος, ον уст. имеющий одинаковый цвет -
82 όξος
(-ους и -εος) τό уксус -
83 οξύνους
ους, ουν сообразительный, смышлёный; проницательный -
84 οπαλλιόχρους
ους, ουν опалового цвета -
85 ουρανόχρους
ους, ουν, ούρανύς, ιά, ύ небесно-голубой -
86 πειθώ
-
87 πένθος
(-ους) τό1) скорбь; 2) траур;έχω πένθος — быть в трауре
-
88 πέος
(-ους) τό анат. мужской половой член -
89 πηρόπους
ους, ουν коротконогий -
90 πιστακόχρους
ους, ουν уст. фисташковый -
91 ποικιλόχρους
ους, ουν см. ποικιλόχρωμος -
92 πολύπους
ους, συν 1. имеющий много ножек, многоногий;2. (ο) 1) осьминог; 2) мед. полип -
93 πολύχρους
ους, ουν см. πολύχρωμος -
94 πρωτόπλους
ους, ουν 1. см. πρωτοτάξιδος;2. (ο) головной корабль -
95 πυρίπνους
ους, ουν огнедышащий -
96 πυρρόχρους
-
97 ροδόχρους
ους, ουν уст. розовый, розового цвета -
98 σιτόχρους
ους, ουν золотистый, цвета пшеницы -
99 σμαραγδόχρους
ους, ουν изумрудного цвета -
100 σοκολατόχρους
ους, ουν, σοκολατύς, ιά, ύ шоколадного цвета
См. также в других словарях:
.ούς — οὕς , ὅς yas masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὖς — Cultes Egyptiens neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek
.ους — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.οῦς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑς — ἐς , εἰς into proclitic indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὕς — ὅς yas masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὗς — ἐ̄ς , εἰς into proclitic indeclform (prep) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom pl (attic) ὗς , ὗς the wild swine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχωλὴν ἄγω. — См. Недосуг носа утереть … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
παράρ(ρ)ους — ουν, και παράρ(ρ)οος, οον, Α [παραρρέω] φρ. (αιτ. πληθ.) «παράρους κεραμίδας» κεραμίδια που εξέχουν για να συλλέγουν το νερό τής βροχής επιγρ … Dictionary of Greek
μέσο ους — Κοιλότητα στο εσωτερικό μέρος του ακουστικού τύμπανου, που περιέχει τρία μικροσκοπικά οστάρια, τη σφύρα, τον άκμονα και τον αναβολέα, τα οποία μεταβιβάζουν τους ηχητικούς κραδασμούς και αποτελούν τμήμα του μηχανισμού της ακοής … Dictionary of Greek