-
1 ουτοσι
αὑτη-ΐ(ν), τουτ-ί(ν), gen. τουτου-ΐ, τουτησί, τουτουΐ ( дифтонги перед ι кратки; αὑτηΐ = αὑτηΐ γε, τουτογί = τουτί γε и т.д.)(intens. к οὗτος) именно вот этот, тот самый Arph., Plat. etc.
-
2 ουτοσιν
αὑτη-ΐ(ν), τουτ-ί(ν), gen. τουτου-ΐ, τουτησί, τουτουΐ ( дифтонги перед ι кратки; αὑτηΐ = αὑτηΐ γε, τουτογί = τουτί γε и т.д.)(intens. к οὗτος) именно вот этот, тот самый Arph., Plat. etc.
-
3 τούτου
см. οὗτοσ -
4 τούτῳ
см. οὗτοσ
См. также в других словарях:
Монастырь Святой Троицы (Метеора) — православный храм Монастырь Святой Троицы греч. Η Μονή Αγίας Τριάδος … Википедия
-ί — (Α) στοιχείο που προστίθεται στο τέλος τών δεικτικών αντωνυμιών και επιρρημάτων προς επίταση τής έννοιας τους (α. «τουτί» β. «δευρί»). [ΕΤΥΜΟΛ. Καταληκτικό δεικτικό επιτατικό μόριο που μαρτυρείται σε ΙΕ τ. (πρβλ. χεττιτ. aši, eni , πιθ. λατ. uti) … Dictionary of Greek
προσχηματισμός — ο, ΝΑ [προσχηματίζω] γραμμ. α) επαύξηση κατά μια συλλαβή τής κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. όνειρα ονείρα τα β) μόριο με το οποίο επαυξάνεται μια αντωνυμία ή ένα επίρρημα, όπως λ.χ. εδω δά, ὅ δε, οὑτοσ ί νεοελλ. 1. ο εκ τών προτέρων σχηματισμός 2.… … Dictionary of Greek
τοιοσδί — αδί, ονδί, Α (αντων.) επιτ. τ. τού τοιόσδε. επίρρ... τοιωσδί ΜΑ κατά τέτοιο ακριβώς τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε + επιτατ. μόριο ί (πρβλ. ὁδ ί, οὑτοσ ί)] … Dictionary of Greek
τοιουτοσί — αυτηΐ, ουτοΐ, ουδ. και τοιουτονί, Α (δεικτ. αντων.) επιτεταμένος τ. τού τοιοῡτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτον + επιτ. μόριο ί (πρβλ. οὑτοσ ί)] … Dictionary of Greek
τοιούτος — αύτη, ο / τοιοῡτος, αύτη, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, αύτα, ον, και επιτεταμένος τ. τού ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α (δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ … Dictionary of Greek
όδε, ήδε, τόδε — (Α ὅδε, ἥδε, τόδε) (δεικτική αντωνυμία τής αρχαίας ελληνικής η οποία σχηματίστηκε με την προσθήκη τού εγκλιτικού δε στην παλαιά δεικτική αντωνυμία ὅ, ἥ, τό και κλίνεται σε όλες τις πτώσεις όπως αυτή) 1. (χρησιμοποιείται, σε αντίθεση με τις… … Dictionary of Greek
e-3, ei-, i-, fem. ī- (*ḫeĝ(h)om) — e 3, ei , i , fem. ī (*ḫeĝ(h)om) English meaning: this, etc. (demonstrative stem); one Note: Root e 3, ei , i , fem. ī : “this, etc. (demonstrative stem); one” derived from the reduced Root eĝ , eĝ(h)om, eĝō : “I”. Indic languages … Proto-Indo-European etymological dictionary
nĕ1, nē, nei — nĕ1, nē, nei English meaning: negative particle Deutsche Übersetzung: Satznegation der reinen Verneigung Note: (ne einzelsprachlich also Wortnegation geworden) Material: nĕ: O.Ind. ná “not”, néd (náid) ds., Av. ap. na “not” … Proto-Indo-European etymological dictionary