Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

οὑτοσ-ί(ν)

См. также в других словарях:

  • Монастырь Святой Троицы (Метеора) — православный храм Монастырь Святой Троицы греч. Η Μονή Αγίας Τριάδος …   Википедия

  • — (Α) στοιχείο που προστίθεται στο τέλος τών δεικτικών αντωνυμιών και επιρρημάτων προς επίταση τής έννοιας τους (α. «τουτί» β. «δευρί»). [ΕΤΥΜΟΛ. Καταληκτικό δεικτικό επιτατικό μόριο που μαρτυρείται σε ΙΕ τ. (πρβλ. χεττιτ. aši, eni , πιθ. λατ. uti) …   Dictionary of Greek

  • προσχηματισμός — ο, ΝΑ [προσχηματίζω] γραμμ. α) επαύξηση κατά μια συλλαβή τής κατάληξης μιας λέξης, λ.χ. όνειρα ονείρα τα β) μόριο με το οποίο επαυξάνεται μια αντωνυμία ή ένα επίρρημα, όπως λ.χ. εδω δά, ὅ δε, οὑτοσ ί νεοελλ. 1. ο εκ τών προτέρων σχηματισμός 2.… …   Dictionary of Greek

  • τοιοσδί — αδί, ονδί, Α (αντων.) επιτ. τ. τού τοιόσδε. επίρρ... τοιωσδί ΜΑ κατά τέτοιο ακριβώς τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε + επιτατ. μόριο ί (πρβλ. ὁδ ί, οὑτοσ ί)] …   Dictionary of Greek

  • τοιουτοσί — αυτηΐ, ουτοΐ, ουδ. και τοιουτονί, Α (δεικτ. αντων.) επιτεταμένος τ. τού τοιοῡτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτον + επιτ. μόριο ί (πρβλ. οὑτοσ ί)] …   Dictionary of Greek

  • τοιούτος — αύτη, ο / τοιοῡτος, αύτη, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, αύτα, ον, και επιτεταμένος τ. τού ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α (δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • όδε, ήδε, τόδε — (Α ὅδε, ἥδε, τόδε) (δεικτική αντωνυμία τής αρχαίας ελληνικής η οποία σχηματίστηκε με την προσθήκη τού εγκλιτικού δε στην παλαιά δεικτική αντωνυμία ὅ, ἥ, τό και κλίνεται σε όλες τις πτώσεις όπως αυτή) 1. (χρησιμοποιείται, σε αντίθεση με τις… …   Dictionary of Greek

  • e-3, ei-, i-, fem. ī- (*ḫeĝ(h)om) —     e 3, ei , i , fem. ī (*ḫeĝ(h)om)     English meaning: this, etc. (demonstrative stem); one     Note: Root e 3, ei , i , fem. ī : “this, etc. (demonstrative stem); one” derived from the reduced Root eĝ , eĝ(h)om, eĝō : “I”. Indic languages …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • nĕ1, nē, nei —     nĕ1, nē, nei     English meaning: negative particle     Deutsche Übersetzung: Satznegation der reinen Verneigung     Note: (ne einzelsprachlich also Wortnegation geworden)     Material: nĕ: O.Ind. ná “not”, néd (náid) ds., Av. ap. na “not” …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»