-
1 ουτοσιν
αὑτη-ΐ(ν), τουτ-ί(ν), gen. τουτου-ΐ, τουτησί, τουτουΐ ( дифтонги перед ι кратки; αὑτηΐ = αὑτηΐ γε, τουτογί = τουτί γε и т.д.)(intens. к οὗτος) именно вот этот, тот самый Arph., Plat. etc.
См. также в других словарях:
οὑτοσίν — οὗτος this masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)