Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οὑρανο-μήκης

См. также в других словарях:

  • ουρανομήκης — ες (ΑΜ οὐρανομήκης, όμηκες) 1. αυτός που φαίνεται να φτάνει σε ύψος ώς τον ουρανό, πανύψηλος («δένδρεα οὐρανομήκεα», Ηρόδ.) 2. μτφ. έντονος, δυνατός (α. «ουρανομήκεις ζητωκραυγές» ενθουσιώδεις, δυνατές ζητωκραυγές β. «οὐρανομήκη ῥήξατε κἀμοὶ… …   Dictionary of Greek

  • ευμήκης — ες (ΑΜ εὐμήκης, ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης) 1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.) 2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον …   Dictionary of Greek

  • θαμνομήκης — θαμνομήκης, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει μήκος θάμνου («θαμνομήκης ράβδος»)· [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + μήκης (< μήκος) πρβλ. ετερο μήκης, ουρανο μήκης] …   Dictionary of Greek

  • νεφομήκης — νεφομήκης, ες (Α) αυτός που φτάνει ώς τα σύννεφα, τού οποίου το ύψος φτάνει στα σύννεφα («νεφομήκεις πύργοι», Καισάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ουρανο μήκης] …   Dictionary of Greek

  • ορεομήκης — ὀρεομήκης, ες (Α) αυτός που έχει ύψος βουνού, ο ψηλός σαν βουνό («ὀρεομήκεις χιόνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο (βλ. λ. όρος [II]) + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ουρανο μήκης] …   Dictionary of Greek

  • ηερομήκης — ἠερομήκης, ες (Α) (επικ. τ. τού αερομήκης) ψηλός μέχρι τον ουρανό, θεόρατος, ουρανομήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο ιων. τ. τού αερο (< αηρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μήκης (< μήκος), πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»