Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οὑδαῖος

См. также в других словарях:

  • Οὐδαῖος — on the ground masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδαῖος — on the ground masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουδαίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γεννήθηκε από τα δόντια του δράκου, που τα έσπειρε ο Κάδμος. Ο Ο. θεωρείται πρόδρομος του μάντη Τειρεσία. * * * οὐδαῑος, αία, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στη γη, γήινος («χάσματος οὐδαίοιο δυσήνεμος ἔρχεται …   Dictionary of Greek

  • Οὐδαῖοι — Οὐδαῖος on the ground masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδαῖοι — οὐδαῖος on the ground masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐδαίοιο — Οὐδαῖος on the ground masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐδαίου — Οὐδαῖος on the ground masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐδαίῳ — Οὐδαῖος on the ground masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπουδαίος — αία, ον, Α κάτω από το χώμα, υποχθόνιος («τὸν δὲ Κρόνον ἡγοῡνται θεὸν ὑπουδαῑον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + οὐδαῖος «υπόγειος, υποχθόνιος» (< οὖδας «έδαφος»), πρβλ. κατ ουδαῖος] …   Dictionary of Greek

  • οὐδαίας — οὐδαί̱ᾱς , οὐδαῖος on the ground fem acc pl οὐδαί̱ᾱς , οὐδαῖος on the ground fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Spartes — Pour les articles homonymes, voir Sparte (homonymie). Dans la mythologie grecque, les Spartes (en grec ancien Σπαρτοί / Spartoí, du verbe σπείρω / speírô, « semer »), aussi appelés hommes semés, sont un peuple fantastique impliqué dans… …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»