-
21 οὐρανίσκῳ
-
22 οὐλαπισμός
οὐλαπισμός, ὁ,A = οὐρανίσκος, Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐλαπισμός
-
23 ὑπερῴα
A palate, Il.22.495, Hp.Mochl.39, Plu.Cat.Ma.9, Gal.6.828, 17(2).439, UP11.11, Aristid.Or.47(23).69, al.; ὑπερῷα (v.l. -ώα) Arist.HA 492b26:—elsewh. οὐρανός, οὐρανίσκος (καὶ οὐρανίσκου καὶ ὑπερῴας Gal.18(2).286
, where one cod. omits καὶ οὐρανίσκου). (Cf. ὑπερῷος.) -
24 οὑρανός
Grammatical information: m.Meaning: `heaven, sky' (Il.), also personified (Hes.).Compounds: Often as 1. member, e.g. οὑρανο-μήκης `sky-high' (ε 239); in hypostases like ἐπ-ουράν-ιος `in the sky' (Il.).Derivatives: 1. Dimin. οὑρανίσκος m. `tent-roof, palate' (hell.), also name of a constellation (sch.; Scherer Gestirnnamen 193); 2. οὑράν-ιος `heavenly' (Pi., IA.), - ίς f. (AP); - ία f. name of one of the Muses (Hes.); 3. Οὑραν-ίωνες ( θεοί) m. pl. `the heavenly (gods)' (Hom., Hes.), also `the Titans' (Ε 898; from Οὑρανός); - ίδης, Dor. -ίδᾱς `son of Ouranos', pl. `the Titans', also `the heavenly' (Hes., Pi.; Fraenkel Nom. ag. 2, 20); 4. Οὑραν-ιάς f. `game to worship Ourania' (Sparta); 5. οὑραν-ίζω or - ίζομαι `to go up high' (A.Fr. 766 M.), - ιάζω `to toss up high' (H. s. οὑρανίαν), - οῦσθαι `raised up into the sky, to become deified' with - ωσις (Eust.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As the Aeol. variation ὠρ-, ὀρ- prob. represents a geminated ὀρρ- (Wackernagel Unt. 136 n. 1), the basis will have been *(Ϝ)ορσανός with accent as ὀρφανός and so perh. from a noun *(Ϝ)ορσό- = Skt. varṣá- n. m. `rain' (cf. Wackernagel KZ 29, 129 = Kl. Schr. 1,632). As e.g. ὄχανον, ξόανον can go back to ἔχω, ξέω, οὑρανός can as nom. ag. belong to a primary verb *Ϝερσ- = Skt. várṣati `rain'; it can however also be derived from the iterative οὑρέω (s. v.), like Indo-Ir. nouns in - ana are connected with second. verbs in - ayati ( = Gr. - έω, Wack.-Debrunner II: 2, 198ff.); meaning then "rainmaker" or metaph. "moistener, impregnator" (Wackernagel l.c.; cf. ἕρση). -- After Specht KZ 66, 199ff. (with Schulze), Fraenkel (s.Wb. s. viršùs) a.o. as "der zur Höhe in Beziehung stehende" to Skt. varṣman- m. n. `hight', Lith. viršùs `upper, highest seat', to which one connected also Ἔρρος ὁ Ζεύς H. (IE *u̯er-s- WP. 1, 267, Pok. 1151f.?); neither factually nor formally to be preferred. It has also been suggested that the word is of foreign, i.e. Pre-Greek, origin (DELG); note that - αν- is difficult to account for if the word were of IE origin. -- Against the old, often repeated but certainly wrong identification with the Skt. gods name Varuṇaḥ s. except Wackernagel l.c. also Thieme Mitra and Aryaman (Trans. Connecticut Acad. 41 [1957]) 60.Page in Frisk: 2,446-447Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > οὑρανός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οὐρανίσκος — a little heaven masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανίσκος — ο (ΑΜ ουρανίσκος) [ουρανός] 1. υποκορ. τού ουρανός 2. ανατ. το άνω τοίχωμα τής κοιλότητας τού στόματος, η υπερώα νεοελλ. φρ. «διαμαρτία ουρανίσκου» ιατρ. το λυκόστομα αρχ. 1. θολωτή οροφή δωματίου ή θρόνου 2. ως κύριο όν. Οὐρανίσκος αστερισμός… … Dictionary of Greek
ουρανίσκος — ο το άνω τοίχωμα του στόματος, αλλ. ουρανός, υπερώα, η: Είχα τη γέψη του σταριού, του τραγουδιού και του μελιού, βαθιά στον ουρανίσκο (Σικελιανός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οὐρανίσκοι — οὐρανίσκος a little heaven masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίσκον — οὐρανίσκος a little heaven masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίσκου — οὐρανίσκος a little heaven masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρανίσκῳ — οὐρανίσκος a little heaven masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου … Dictionary of Greek
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
ζέα — η (ΑΜ ζέα, Α και ζέη) νεοελλ. γένος φυτών τής οικογένειας τών αγρωστωδών μσν. 1. γραμμή, ρυτίδα στον ουρανίσκο τού αλόγου 2. ο ουρανίσκος τού αλόγου αρχ. 1. η ζειά* 2. «λιβανωτίς κάρπιμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζειά] … Dictionary of Greek
κυνίσκος — κυνίσκος, ό (AM) είδος ψαριού αρχ. 1. σκυλάκι 2. ασήμαντος κυνικός φιλόσοφος 3. ως κύριο όν. ο Κυνίσκος προσωνυμία τού Ζευξιδάμου («Ζευξίδημος, τὸν δὴ Κυνίσκον μετεξέτεροι Σπαρτιητέων ἐκάλεον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + υποκορ. κατάλ.… … Dictionary of Greek