Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Οὑραν-ιάς

См. также в других словарях:

  • Κωλιάς — Κωλιάς, άδος, ἡ (Α) 1. (ενν. άκρα) ακρωτήριο τής Αττικής μεταξύ Αλίμου και Γλυφάδας 2. θεότητα που λατρευόταν στο ομώνυμο ακρωτήριο και αργότερα ταυτίστηκε με την Αφροδίτη 3. εκείνη που κατοικούσε σ αυτό το ακρωτήριο 4. (ενν. γη) εξαιρετικής… …   Dictionary of Greek

  • Μηλιάς — Μηλιάς, άδος, ἡ (Α) 1. η Μηλία γη, δηλ. είδος χώματος τής νήσου Μήλου 2. στον πληθ. αἱ Μηλιάδες α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, ιδίως τής μηλιάς β) οι νύμφες τών ποιμνίων γ) οι νύμφες τής θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν ἄγει πρὸς …   Dictionary of Greek

  • Τριτωνιάς — άδος, ἡ, Α η Τριτωνίς* λίμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρίτων, ωνος + κατάλ. ιάς, ιάδος (πρβλ. οὐραν ιάς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»