-
1 ουραγία
οὐρᾱγίᾱ, οὐραγίαrearguard: fem nom /voc /acc dualοὐρᾱγίᾱ, οὐραγίαrearguard: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————οὐρᾱγίαι, οὐραγίαrearguard: fem nom /voc plοὐρᾱγίᾱͅ, οὐραγίαrearguard: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ουραγια
-
3 οὐραγία
Βλ. λ. ουραγία -
4 οὐραγίᾳ
Βλ. λ. ουραγία -
5 ουραγία
η воен.1) арьергард; тыльная походная застава; 2) хвост походной колонны; 3) мор. хвост кильватерной колонны -
6 οὐραγία
-ας ἡ N 1 1-1-0-0-0=2 Dt 25,18; Jos 10,19rear guard; neol.?Cf. DOGNIEZ 1992, 274; WEVERS 1995, 398 -
7 οὐραγία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐραγία
-
8 οὐρᾱγία
-
9 ουραγίας
οὐρᾱγίᾱς, οὐραγίαrearguard: fem acc plοὐρᾱγίᾱς, οὐραγίαrearguard: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 οὐραγίας
οὐρᾱγίᾱς, οὐραγίαrearguard: fem acc plοὐρᾱγίᾱς, οὐραγίαrearguard: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ἐξ-ουρ-ᾱγία
ἐξ-ουρ-ᾱγία, ἡ, = οὐραγία, D. Sic.?
-
12 ουραγίαις
-
13 οὐραγίαις
-
14 ουραγίαν
-
15 οὐραγίαν
См. также в других словарях:
οὐραγία — οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc/acc dual οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐραγίᾳ — οὐρᾱγίαι , οὐραγία rearguard fem nom/voc pl οὐρᾱγίᾱͅ , οὐραγία rearguard fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουραγία — η (Α οὐραγία) [ουραγός] η ουρά στρατεύματος που βρίσκεται σε πορεία, η οπισθοφυλακή νεοελλ. ναυτ. η οπισθοφυλακή ναυτικής δυνάμεως που πορεύεται κατά γραμμή παραγωγής … Dictionary of Greek
οὐραγίας — οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem acc pl οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek
ουράγημα — οὐράγημα, τὸ (Μ) [ουραγώ] η ουραγία … Dictionary of Greek
ουραγώ — (Α οὐραγῶ, έω) [ουραγός] 1. είμαι ουραγός, διοικώ την ουραγία 2. είμαι στην ουρά, στο τέλος μιας σειράς ή μιας κατάταξης, ακολουθώ τελευταίος αρχ. 1. μτφ. καθυστερώ, βραδύνω («ἐν ὥρᾳ ἐξεγείρου καὶ μὴ οὐράγει», ΠΔ) 2. φρ. «τὸ οὐραγοῡν ζυγόν» οι… … Dictionary of Greek
ՎԵՐՋ — (ի կամ ոյ, վերջք, ջից.) NBH 2 0815 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. τέλος finis ἕσχατον, τελευταῖον extremum, ultimum. եւ ի սուրբ գիրս οὑρά cauda οὑραγία extremi agminis ductus. (հակառակն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
οὐραγίαις — οὐρᾱγίαις , οὐραγία rearguard fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐραγίαν — οὐρᾱγίᾱν , οὐραγία rearguard fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)