Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οὐλοχύται

См. также в других словарях:

  • ουλοχύται — οὐλοχύται, αἱ (Α) 1. το κάνιστρο ή το αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το χοντροκομμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα πριν από τη θυσία 2. το χοντροαλεσμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα και τον βωμό πριν από τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • οὐλοχύται — barley groats fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλοχυτῶν — οὐλοχύται barley groats fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐλοχύταις — οὐλοχύται barley groats fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουλόχυτα — οὐλόχυτα, τὰ (Α) ουλοχύται*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλοχύται*, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • προχύται — αἰ, Α 1. (ενν. κριθαί) οι ουλοχύται* («λαβὼν προχύτας... ἔβαλλε βωμούς», Ευρ.) 2. άνθη ή στεφάνια με τα οποία έρραιναν δημοφιλή πρόσωπα («προχύτας τε βαλλόντων καὶ προτρεπομένων ὥσπερ θεὸν κατευχαῑς», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χυτός (<… …   Dictionary of Greek

  • MOLA — I. MOLA Graec. ἄλισμα in Glossar. Gr. Lat. in sacrificiis, olim dicebatur far tostum et sale sparsum, quod eô moltô hostiae focus et cultri aspergebantur, ut ait Festus. Postquam enim Sacerdos victimam ad aram adduxisset, stans manu aram… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ουλοχυτούμαι — οὐλοχυτοῡμαι, έομαι (Α) [ουλοχύται] πασπαλίζω με χοντροκομμένο κριθάρι τα θύματα πριν από τη θυσία, τελώ την τελετή τού πασπαλίσματος τών σφαγίων και τού βωμού πριν ή κατά τη θυσία …   Dictionary of Greek

  • οὐλοχύτας — οὐλοχύτᾱς , οὐλοχύται barley groats fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»