Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

οὐδ-είς

  • 1 Marriage gifts

    subs.
    V. ἕδνα, τά (Eur., And. 2 and 153), φερναί, αἱ (Eur., Med. 956).
    Dowry: see Dowry.
    Give in marriage, v.: P. and V. ἐκδιδόναι (or mid.), V. νυμφεύειν; see Betroth.
    Take in marriage (with man as subject); P. λαμβνειν (acc.) (Dem. 1311).
    Unite in marriage: see under Marry.
    They refused the landowners all rights, nor were any of the popular party any longer to give in marriage or contract alliances from among them or into their families: P. τοῖς γεωμόροις μετεδίδοσαν οὔτε ἄλλου οὐδένος, οὔτε ἐκδοῦναι οὐδʼ ἀγαγέσθαι παρʼ ἐκείνων — οὐδ εἰς ἐκείνους οὐδένι ἔτι τοῦ δήμου ἐξῆν (Thuc. 8, 21).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Marriage gifts

  • 2 Apply

    v. trans.
    Put to: P. and V. προσφέρειν, προστιθέναι, προσβάλλειν, προσγειν, ἐπιφέρειν.
    He applied the goad to the horses: V. ἐπῆγε κέντρον... πώλοις (Eur., Hipp. 1194).
    Attach: P. and V. προστιθέναι, προσάπτειν, προσαρμόζειν.
    Use: P. and V. χρῆσθαι (dat.).
    Nor again can I apply the dream to my friends: V. οὐδʼ αὖ συνάψαι τοὔναρ εἰς φίλους ἔχω (Eur., I.T. 59). V. intrans.
    Suit, fit: P. and V. ἁρμόζειν, προσήκειν.
    In his accusations he spoke those words which now apply to himself: P. κατηγορῶν ἐκείνους τοὺς λόγους εἶπεν οἳ κατʼ αὐτοῦ νῦν ὑπάρχουσι (Dem. 416).
    Be in force: P. and V. ἰσχειν, κριος εἶναι.
    Apply one's mind to: Ar. and P. προσέχειν (dat.), προσέχειν τὸν νοῦν (dat.), P. and V. νοῦν ἔχειν (πρός, acc. or dat. without prep.).
    Apply oneself to: P. and V. ἔχεσθαι (gen.), ἅπτεσθαι (gen.), προσκεῖσθαι (dat.), ἀνθάπτεσθαι (gen.), P. ἐπιτίθεσθαι (dat.).
    Apply for: see Seek.
    Apply to (a person for help, etc.): P. and V. προσέρχεσθαι (dat. or πρός, acc.), ἐπέρχεσθαι (acc.).
    Have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι (πρός, acc.), P. καταφεύγειν (πρός, acc. or εἰς, acc.), V. φεύγειν (εἰς, acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Apply

  • 3 Trace

    v. trans.
    Track: P. and V. ἰχνεύειν, μετέρχεσθαι, V. ἐξιχνεύειν. ἰχνοσκοπεῖν, ἐξιχνοσκοπεῖν (or mid.), μαστεύειν, μεταστείχειν, Ar. and V. ματεύειν.
    See, perceive: P. and V. ὁρᾶν; see Perceive.
    Trace in a person or thing: Ar. and P. ἐνορᾶν τί τινι, or τι ἔν τινι.
    Embroider: P. and V. ποικίλλειν.
    Draw, etc.: P. and V. γρφειν.
    Trace under: P. ὑπογράφειν (Plat., Prot. 326D).
    Trace in outline: P. σκιαγραφεῖν, ὑπογράφειν.
    Trace to, ascribe to: P. and V. ναφέρειν (τι εἴς τινα).
    Trace one's decent: P. γενεαλογεῖν.
    Both the families of Hercules and Achaemenes trace their descent to Perseus son of Zeus: P. τὸ Ἡρακλέους τε γένος καὶ τὸ Ἀχαιμένους εἰς Περσέα τὸν Διὸς ἀναφέρεται (Plat., Alci. I. 120E).
    Trace one's descent to Hercules: P. ἀναφέρειν εἰς Ἡρακλέα (Plat., Theaet. 175A).
    I will trace back their lineage for you: V. πάλιν δὲ τῶνδʼ ἄνειμι σοὶ γένος (Eur., Heracl. 209).
    ——————
    subs.
    P. and V. ἴχνος, τό.
    Track: V. στβος, ὁ (also Xen.).
    A trace of, met.: use P. and V. τι.
    A trace of anger: P. and V. ὀργῆς τι; see Jot.
    So that not even a trace of the walls is visible: V. ὥστʼ οὐδʼ ἴχνος γε τειχέων εἶναι σαφές (Eur., Hel. 108).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trace

  • 4 всеуслышание

    -я ουδ: во всеуслышание μεγαλόφωνα, υψηλόφωνα, που ν’ ακούν όλοι, εις υπήκοον πάντων.

    Большой русско-греческий словарь > всеуслышание

  • 5 многий

    επ.
    πολύς•

    прошли -ие годы πέρασαν πολλά χρόνια•

    после -их лет μετά από πολλά χρόνια•

    -ие говорят πολλοί λένε•

    прав он во -ом αυτός έχει πολύ δίκιο.

    ουσ. -ое ουδ. πολλά•

    она -ое поняла αυτή πολλά κατάλαβε•

    -ие так думают πολλοί έτσι σκέφτονται.

    εκφρ.
    - ая лета – (εκκλσ.) εις πολλά έτη.

    Большой русско-греческий словарь > многий

  • 6 многолетие

    ουδ.
    1. πολυχρονιότητα, μα-κροχρονιότητα.
    2. μακροβιότητα, μακροζωία.
    3. (αναφώνηση) χρόνια πολλά, εις πολλά έτη.

    Большой русско-греческий словарь > многолетие

  • 7 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 8 Describe

    v. trans.
    Trace round: Ar. and P. περιγράφειν.
    Narrate: P. and V. λέγειν, ἐξηγεῖσθαι, διέρχεσθαι, φράζειν, ἐπεξέρχεσθαι, Ar. and P. διηγεῖσθαι, διεξέρχεσθαι, V. ἐκφράζειν; see Narrate.
    Write history of: P. συγγράφειν (acc.).
    No one could adequately describe the misery of their present plight there: P. οὐδʼ ἂν εἳς δύναιτʼ ἐφίκεσθαι τῷ λόγῳ τῶν ἐκεῖ κακῶν νῦν ὄντων (Dem. 361).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Describe

  • 9 Favour

    subs.
    Good-will: P. and V. εὔνοια. ἡ, εὐμένεια, ἡ, V. πρευμένεια, ἡ, P. φιλοφροσύνη, ἡ.
    Boon, service: P. and V. χρις, ἡ, ἔρανος, ὁ, P. εὐεργεσία, ἡ, εὐεργέτημα, τό; see Service, Benefaction.
    Curry favour with: P. and V. χαρίζεσθαι (dat.), ποτρέχειν (acc.), πέρχεσθαι (acc.), θωπεύειν (acc.), V. σαίνειν (acc.), προσσαίνειν (acc.), θώπτειν (acc.), Ar. and P. ποπίπτειν (acc. or dat.), Ar. and V. αἰκάλλειν (acc.). Do a favour to, v.: P. and V. εὐεργετεῖν (acc.), V. χριν πουργεῖν (dat.). χάριν διδόναι (dat.), χριν τθεσθαι (dat.), Ar. and V. χριν νέμειν (dat.), P. χριν δρᾶν (absol.); see Serve.
    Theseus asks you as a favour to bury the dead: V. Θήσευς σʼ ἀπαιτεῖ πρὸς χάριν θάψαι νεκρούς (Eur., Supp. 385).
    In favour of: V. and V. πρός (gen.).
    Thinking that a battle at sea in a small space was in their ( the enemy's) favour: P. νομίζοντες πρὸς ἐκείνων εἶναι τὴν ἐν ὀλίγῳ ναυμαχίαν (Thuc. 2, 86).
    I will speak in your favour, not in mine: V. πρὸς σοῦ γὰρ, οὐδʼ ἐμοῦ, φράσω (Soph., O.R. 1434; cf Plat., Prot. 336D).
    He has suddenly become in favour of Philip: P. γέγονεν ἐξαίφνης ὑπὲρ Φιλίππου (Dem. 438).
    Vote in favour of a person's acquittal: P. ἀποψηφίζεσθαι (gen. of pers.).
    Vote in favour of a thing: Ar. and P. ψηφίζεσθαι ( acc).
    Make a favour of justice: P. καταχαρίζεσθαι τὰ δίκαια (Plat., Ap. 35C).
    ——————
    v. trans.
    Gratify: P. and V. χαρίζεσθαι (dat.). P. καταχαρίζεσθαι (dat.); see also Benefit.
    Be friendly disposed to: P. and V. εὐνοεῖν (dat.), P. εὐνοικῶς διακείσθαι πρός (acc.); see side with.
    Be on the side of: V. συνεῖναι (dat.).
    Favour the Lacedaemonians: P. τὰ Λακεδαιμονίων φρονεῖν (Thuc. 5, 84), or use P. Λακωνίζειν.
    I favour your cause: V. εὖ φρονῶ τὰ σὰ (Soph., Aj. 491).
    Favour the Athenians: P. Ἀττικίζειν.
    Favour the Persians: P. Μηδίζειν.
    On a charge of favouring the Athenians: P. ἐπʼ Ἀττικισμῷ (Thuc. 8. 38).
    Of things, help on: P. προφέρειν (εἰς, acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Favour

  • 10 Gift

    subs.
    P. and V. δῶρον, τό, δωρεά, ἡ, δόσις, ἡ, Ar. and V. δώρημα, τό (also Xen. but rare P.), Ar. and V. γέρας, τό.
    Free gift: P. and V. δωρεά, ἡ.
    Bring gifts, v.: Ar. and P. δωροφορεῖν.
    Receive gifts ( bribes): Ar. and P. δωροδοκεῖν.
    Nor shall he be without a gift at his friends' hands: V. οὐδʼ δώρητος φίλων ἔσται πρὸς ἀνδρῶν (Eur., Hec. 42).
    Natural capacity: P. and V. δναμις, ἡ.
    Have a gift for: P. εὐφυὴς εἶναι πρός (acc.) or εἰς (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Gift

См. также в других словарях:

  • ουδείς — ουδεμία, ουδέν (AM οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν, Α αρσ. και οὐθείς, ουδ. και οὐθέν) (αόρ. αντων. που κλίνεται κατά το εἷς, μία, ἕν) 1. ούτε ένας, κανένας («οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ΚΔ) 2. το ουδ. ως ουσ. το ουδέν κανένα πράγμα, τίποτε 3 …   Dictionary of Greek

  • συγκαταβαίνω — ΝΜΑ, και συγκατεβαίνω Ν 1. είμαι ή γίνομαι επιεικής, ενδοτικός 2. είμαι καταδεκτικός, καταδέχομαι (α. «μα πούρ εσυγκατέβηκα κι ήρθα να σε τιμήσω», Ερωτόκρ. β. «μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων συγκαταβαίνων ὠμίλει ᾧ τύχοι», Πολ.) αρχ. 1. κατεβαίνω μαζί με… …   Dictionary of Greek

  • ABANNATIO — ἀπενιαυτισμός Graecis, annuum denotat exilium, quodindici olim apud Graecos, illis solebat, qui involuntariam caedem commisissent, Budaeus in Annotat. l. aut facta. 16. §. eventus, ff. de poen. vide Calvin. Lexic.Iurid. Sicariorum enim ἐκ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έχθαρ — ἔχθαρ, τὸ (Μ) έχθος, μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μσν. μεταπλασμένος τ. τού έχθος «μίσος» κατά τα ουδ. εις αρ (πρβλ. νέκτ αρ, πί αρ)] …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • κενός — ή, ό (ΑΜ κενός, ή, όν, Α αιολ., ιων. και ποιητ. τ. κεινός, επικ. τ. κενεός και αιολ. τ. κέννος) 1. αυτός που δεν περιέχει κάτι, άδειος, κούφιος 2. μτφ. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος, ανεκπλήρωτος, αστήρικτος (α. «κενά λόγια», β. «κενές υποσχέσεις»)… …   Dictionary of Greek

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • τοιούτος — αύτη, ο / τοιοῡτος, αύτη, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, αύτα, ον, και επιτεταμένος τ. τού ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α (δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»