-
1 τρυγιας
-
2 τρυγίας
-
3 τρυγίας
-
4 τρυγίας
τρυγίᾱς, τρυγίαlees: fem acc plτρυγίᾱς, τρυγίαlees: fem gen sg (attic doric aeolic)τρυγίᾱς, τρυγίαςfull of lees: masc acc plτρυγίᾱς, τρυγίαςfull of lees: masc nom sg (attic epic doric aeolic) -
5 τρυγίας
-ου ὁ N 1 0-0-0-1-0=1 Ps 74(75),9lees of wine, dregs -
6 τρυγίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρυγίας
-
7 τρυγίου
τρυγίαςfull of lees: masc gen sg -
8 τρυγία
τρυγίᾱ, τρυγίαlees: fem nom /voc /acc dualτρυγίᾱ, τρυγίαlees: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)τρυγίᾱ, τρυγίαςfull of lees: masc nom /voc /acc dualτρυγίαςfull of lees: masc voc sgτρυγίᾱ, τρυγίαςfull of lees: masc voc sg (attic)τρυγίᾱ, τρυγίαςfull of lees: masc gen sg (doric aeolic)τρυγίαςfull of lees: masc nom sg (epic)——————τρυγίᾱͅ, τρυγίαlees: fem dat sg (attic doric aeolic)τρυγίαι, τρυγίαςfull of lees: masc nom /voc plτρυγίᾱͅ, τρυγίαςfull of lees: masc dat sg (attic doric aeolic) -
9 τρυγίαν
τρυγίᾱν, τρυγίαlees: fem acc sg (attic doric aeolic)τρυγίᾱν, τρυγίαςfull of lees: masc acc sg (attic epic doric aeolic)τρυγίαςfull of lees: masc acc sg -
10 τρυγίη
τρυγίαlees: fem nom /voc sg (epic ionic)τρυγίαςfull of lees: masc voc sg (epic ionic)——————τρυγίαlees: fem dat sg (epic ionic)τρυγίαςfull of lees: masc dat sg (epic ionic) -
11 ἄ-τρυγος
-
12 τρυγιών
τρυγίαlees: fem gen plτρυγίαςfull of lees: masc gen plτρυγίζωlook like lees: fut part act masc nom sg (attic epic doric) -
13 τρυγιῶν
τρυγίαlees: fem gen plτρυγίαςfull of lees: masc gen plτρυγίζωlook like lees: fut part act masc nom sg (attic epic doric) -
14 ἄτρυγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄτρυγος
См. также в других словарях:
τρυγίας — τρυγίᾱς , τρυγία lees fem acc pl τρυγίᾱς , τρυγία lees fem gen sg (attic doric aeolic) τρυγίᾱς , τρυγίας full of lees masc acc pl τρυγίᾱς , τρυγίας full of lees masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγίας — ὁ, Α 1. (για κρασί και με σημ. επιθ.) γεμάτος από κατακάθι, θολός 2. ως ουσ. η τρυγία, νέο αδιήθητο κρασί, γλεύκος, μούστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + κατάλ. ίας (πρβλ. στεμφυλ ίας)] … Dictionary of Greek
τρυγίου — τρυγίας full of lees masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγία — τρυγίᾱ , τρυγία lees fem nom/voc/acc dual τρυγίᾱ , τρυγία lees fem nom/voc sg (attic doric aeolic) τρυγίᾱ , τρυγίας full of lees masc nom/voc/acc dual τρυγίας full of lees masc voc sg τρυγίᾱ , τρυγίας full of lees masc voc sg (attic) τρυγίᾱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγίαν — τρυγίᾱν , τρυγία lees fem acc sg (attic doric aeolic) τρυγίᾱν , τρυγίας full of lees masc acc sg (attic epic doric aeolic) τρυγίας full of lees masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυγίᾳ — τρυγίᾱͅ , τρυγία lees fem dat sg (attic doric aeolic) τρυγίαι , τρυγίας full of lees masc nom/voc pl τρυγίᾱͅ , τρυγίας full of lees masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ACRIDES — quarum mentio Matthaei c. 3. v. 4. ἡ δέ τροφὴ ἀυτοῦ ἢν ἀκρὶδες καὶ μὲλι ἄγρςον, Isidoro Pelusiotae, viro docto et proxima Palaestinae loca incolenti, Ep. 132. οὐ ζῶά εἰςιν, ὥς τινες οίονται ἀμαθῶς, κανθάροις ἀπεοικότα, non sunt animalia… … Hofmann J. Lexicon universale
αποτρύγωση — η η αφαίρεση της τρυγίας από τα δόντια … Dictionary of Greek
οδοντικός — ή, ό (ΑΜ ὀδοντικός, ή, όν) [οδούς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα δόντια νεοελλ. φρ. α) «οδοντικά σύμφωνα» γλωσσ. τα άφωνα σύμφωνα τ, δ, θ τα οποία αρθρώνονται με την επαφή τού πρόσθιου μέρους τής γλώσσας στα άκρα τών πρόσθιων δοντιών β)… … Dictionary of Greek
τρυγικός — ή, ό / τρυγικός, ή, όν, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αυτός που έχει φτειαχτεί από τρυγία 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρυγία ή αυτός που περιέχει την παραπάνω ουσία 3. φρ. α) «τρυγικό οξύ» χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό υδροξύ,… … Dictionary of Greek
ՄՐՈՒՐ — (մրրոյ, ոց.) NBH 2 0308 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 14c գ. τρύξ, τρυγίας fex, faex, retrimentum, sedimentum, amurca. Թանձր յաւելուած հիւթոց իբրեւ զմուր. սիկ. տիղմ. դիրտ. տըկուք. ... *Գինի լի անապակ արկեալ. մրուր նորա ոչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)