-
1 Οίμ'
Οἴμᾱͅ, Οἴμηway of song: fem dat sg (doric aeolic)——————Οἶμαι, Οἴμηway of song: fem nom /voc pl -
2 οίμ'
οἴμᾱͅ, οἴμηway of song: fem dat sg (doric aeolic)——————οἶμαι, οἴμηway of song: fem nom /voc plοἶμαι, οἴομαιforebode: pres ind mp 1st sgοἶμα, οἶμαspring: neut nom /voc /acc sgοἶμε, οἶμοςway: masc /fem voc sg -
3 Οἴμ'
Βλ. λ. Οίμ' -
4 Οἶμ'
Βλ. λ. Οίμ' -
5 οἴμ'
Βλ. λ. οίμ' -
6 οἶμ'
Βλ. λ. οίμ' -
7 οἰμώσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰμώσσω
-
8 οἰμάω
A swoop or pounce upon,οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ' αἰετός Il.22.308
, cf. 311 ; κίρκος.. οἴμησε μετὰ τρήρωνα πέλειαν swooped after a dove, ib. 140.2 abs., dart along, θύννοι δ' οἰμήσουσι Orac. ap. Hdt.1.62. -
9 οἰμηδοκέω
A waylay, Theognost.Can.22. (Cf. ὁδοιδοκέω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰμηδοκέω
-
10 οἰμητεύει
οἰμ-ητεύει· διαπορεύεται, Theognost.Can.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰμητεύει
-
11 οἰμωγή
οἰμ-ωγή, ἡ,A wailing, lamentation,κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Il.22.409
;οἰ. τεστοναχῇ τε 24.696
;ἅμ' οἰ. τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 4.450
, quoted by Ar. Pax 1276 ;οἰμωγῇ διαχρέεσθαι Hdt.3.66
, cf. 8.99 ;οἰμωγὴ.. ὁμοῦ κωκύμασιν A.Pers. 426
;πικρᾶς οἰ. S.Ph. 190
(lyr.) ;ἐξῴμωξεν οἰ. λυγράς Id.Aj. 317
;στεναγμὸν οἰμωγήν θ' ὁμοῦ E.Heracl. 833
;οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ Th.7.71
;ἡ οἰ. ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν X.HG2.2.3
; cf. τήκω. -
12 οἰμωγμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰμωγμός
-
13 οἰμώζω
A : [tense] fut.οἰμώξομαι Eup.305
, Ar.Pl. 111, X.HG2.3.56, etc. ; laterοἰμώξω Plu. 2.182d
, AP5.301.2 (Agath.): [tense] aor.ᾤμωξα Hom.
(v. infr.):—[voice] Pass., v. infr. 11. (From οἴμοι, as οἴζω from οἴ):—wail aloud, lament,ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ Il.12.162
, etc. ; οἰ. σμερδαλέον, ἐλεεινά, 18.35, 22.408 ; , cf. Hdt.7.159 ; of a wounded man,οἰμώξας πέσεν Od.18.398
;γνὺξ δ' ἔριπ' οἰμώξας Il.5.68
;στυγνὸν οἰμώξας S.Ant. 1226
: c. acc. cogn.,Τελαμῶνος οἰ. μέλη Theopomp.Com.64
.2 in familiar [dialect] Att., οἴμωζε, as a curse, plague take you ! Ar.Ach. 1035 ; ;οἰμώξἄρα σύ Id.Pl. 876
;οἰμώξεσθ' ἄρα Id.Nu. 217
;οἰμώζειν λέγω σοι Id.Pl.58
, cf. Luc.Gall.23 ; οὐκ οἰμώξεται; Ar.Ra. 178, cf. X.HG2.3.56, Men.Epit. 428 ;οἰμώζων καθεδεῖται Ar.Ach. 840
;οἴμωζε μεγάλα Id.Av. 1503
;οἰμώξει μακρά Id.Pl. 111
, Men.Epit. 528 ;κολάκων οἰμωξομένων Ar.V. 1033
;πονηροῦ σοφιστοῦ καὶ οἰμωξομένου D.35.40
; ἐᾶν οἰμώζειν 'let go hang', PCair.Zen.44.8 (iii B. C.). -
14 οἰμωκτί
οἰμ-ωκτί, Adv.A piteously, Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰμωκτί
-
15 οἰμωκτία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰμωκτία
-
16 οἰμωκτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰμωκτικός
-
17 οἰμωκτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰμωκτός
-
18 οἰμωξία
οἰμ-ωξία, ἡ,A = οἰμωγή, Hsch. (prob. οἰμώξειαν, quoted from S.Aj. 963) ; οἰμωκτίαν (sic) f.l. in Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰμωξία
-
19 οἴμη
οἴμ-η, ἡ,A = οἶμος: metaph., way of song, song, lay,οἴμας Μοῦσ' ἐδίδαξε Od.8.481
; ;οἴμης τῆς.. κλέος οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε 8.74
;οἴ. δῶκε Φοῖβος τέττιγι
power of song,Anacreont.
32.14 ;οἴμῃ θελγόμενος A.R.4.150
;Δήλῳ νῦν οἴμης ἀποδάσσομαι Call.Del.9
;αἰνιγμάτων οἶμαι Lyc.11
. -
20 οἴμηλα
οἴμ-ηλα· οἰμίηλα, ἀκρόδρυα, Hsch.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Οἴμ' — Οἴμᾱͅ , Οἴμη way of song fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἴμ' — οἴμᾱͅ , οἴμη way of song fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οἶμ' — Οἶμαι , Οἴμη way of song fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἶμ' — οἶμαι , οἴμη way of song fem nom/voc pl οἶμαι , οἴομαι forebode pres ind mp 1st sg οἶμα , οἶμα spring neut nom/voc/acc sg οἶμε , οἶμος way masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale
καπρώζομαι — καπρῴζομαι (Α) (για χοίρους) καπρώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + ώζομαι, πιθ. αναλογικά προς ρ. σε ώζω που δηλώνουν φωνές, κραυγές (πρβλ. κρ ώζω, οιμ ώζω)] … Dictionary of Greek