-
41 φιλοίκτιστος
φῐλ-οίκτιστος, ον,A = φιλοικτίρμων, κάρτα τοι φιλοίκτιστον γυνή S.Aj. 580.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοίκτιστος
-
42 ὄλεθρος
ὄλεθρ-ος, ὁ,A ruin, destruction, death,αἰπὺς ὄ. Il.11.174
, al. ;λυγρὸς ὄ. 10.174
, al. ;ὄ. ἀδευκής Od.4.489
;οἴκτιστος ὄ. 23.79
;ἵνα ψυχῆς ὤκιστος ὄ. Il.22.325
; ὀλέθρου πείρατα, like τέλος θανάτοιο, the consummation of death, 6.143 ; ὄ., opp. γένεσις, Parm.8.21, 27 ; οὐκ εἰς ὄλεθρον ; as an imprecation, plague take thee! S.OT 430 ; χρημάτων ὀλέθρῳ by destruction of property. Th.7.27 ;εἶναι ἐν ὀλέθρῳ Antipho 1.29
;ἐπ' ὀλέθρῳ τῶν χρωμένων E.Ph. 534
;ἐκκλησιάζειν ἐπ' ὀλέθρῳ Ar.Th.84
; : pl., Phld.Rh.2.140S.II that which causes destruction, pest, plague, Hes.Th. 326 ; contemptuously of persons,γεγονὼς κακῶς καὶ ἐὼν ὄ. Hdt.3.142
;ὑπὸ γερόντων ὀ. Ar.Lys. 325
;ὄ. ἄνθρωπος Eup. 376
, cf. Men.533.13 ; ὄ. Μακεδών, of Philip, D.9.31 ; ὄ. γραμματεύς a pestilent scribe, of Aeschines, Id.18.127 ; τὸν βάσκανον, τὸν δ' ὄ. the cheat, the pest! Id.21.209 ;ἀνθρώπους οὐδ' ἐλευθέρους ἀλλ' ὀ. Id.23.202
;πολλοὶ ὄ. καὶ μεγάλοι Pl.R. 491b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄλεθρος
-
43 οἰκτρός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > οἰκτρός
-
44 ὄλεθρος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὄλεθρος
-
45 ἀνοίκτιστος
-
46 πανοίκτιστος
-
47 φίλοικτος,
φίλ-οικτος, u. φιλ-οίκτιστος, Wehklagen liebend, gern wehklagend, um dadurch andere zum Mitleid zu bewegen -
48 φιλοίκτιστος
φίλ-οικτος, u. φιλ-οίκτιστος, Wehklagen liebend, gern wehklagend, um dadurch andere zum Mitleid zu bewegen
См. также в других словарях:
οίκτιστος — οἴκτιστος, ίστη, ον (Α) 1. άξιος πολύ μεγάλου οίκτου, πάρα πολύ αξιοθρήνητος («οἰκτίστοις ἐλέγοισιν ὀδύρεται», Απολλ. Ρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οἴκτιστα με πάρα πολύ οίκτο. επίρρ... οἰκτίστως (Α) με οίκτιστο τρόπο, με πάρα πολύ οίκτο.… … Dictionary of Greek
οἴκτιστος — most pitiable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτίστως — οἴκτιστος most pitiable adverbial οἴκτιστος most pitiable masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἴκτιστον — οἴκτιστος most pitiable masc acc sg οἴκτιστος most pitiable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτίσταις — οἴκτιστος most pitiable fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτίστη — οἴκτιστος most pitiable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτίστην — οἴκτιστος most pitiable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτίστης — οἴκτιστος most pitiable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτίστοις — οἴκτιστος most pitiable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτίστου — οἴκτιστος most pitiable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκτίστῳ — οἴκτιστος most pitiable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)