-
1 οίημα
-
2 οἴημα
-
3 οἴημα
A opinion, D.C.Fr.12.8(pl.).II selfconceit,οἴ. καὶ τῦφος Plu.2.39d
; οἴ. καὶ ἀλαζονεία ib.43b. -
4 οιημάτων
-
5 οἰημάτων
-
6 οιήματα
-
7 οἰήματα
-
8 οιήματι
-
9 οἰήματι
-
10 οιήματος
-
11 οἰήματος
-
12 οἴησις
-
13 τῦφος
2 delusion (defined as οἴησις τῶν οὐκ ὄντων ὡς ὄτων), S.E.M.8.5; in this sense Monimus the Cynic said τῦφος τὰ πάντα, S.E. l.c.; τὸ γὰρ ὑποληφθὲν τῦφον εἶναι πᾶν ἔφη (sc. Μόνιμος) Men. 249.7, cf. Metrod.Fr.31, Phld.Piet.21; opp. ἀλήθεια, Ph.2.299;τὰ μὲν τοῦ σώματος ποταμός, τὰ δὲ τῆς ψυχῆς ὄνειρος καὶ τ. M.Ant.2.17
, cf. 6.13;οἴημα καὶ τ. Plu.2.81f
, cf. ib.c, Arr.Epict.1.8.6, Iamb. Myst.2.4, 3.31;τὸν τ. ὥσπερ τινὰ καπνὸν φιλοσοφίας εἰς τοὺς σοφιστὰς ἀποσκεδάσας Plu.2.580b
; πολὺν αὐτοῖς (sc. τοῖς μυστηρίοις)ἐπῆγον τ. ὡς μὴ ῥᾳδίως τινὰ συνορᾶν τὰ κατ' ἀλήθειαν γενόμενα Ph.Bybl.
ap. Eus. PE1.9.3 colloquially, nonsense, humbug, affectation, τὸν τρόπον μὲν οἶσθά μου ὅτι τῦφος οὐκ ἔνεστιν there is no nonsense about me, Antiph.195.2, cf. Plu.Per.5; ταῦτα τὴν παλαιὰν ἀλαζονείαν ἤλεγξετῶν Μήδων τῦφον ὄντα κενόν Jul.Or.1.28b
, cf. Pl. ap. D.L.6.26:— similarly in Cynic parodies,Πήρη τις πόλις ἐστὶ μέσῳ ἔνι οἴνοπι τύφῳ Crates Theb.4
, cf. Tim038, Jul.Or.6.202c; τὸν τ. μου τροποφόρησον my piece of nonsense, my hobby, Cic.Att.13.29.2;τὰ δὲ πολλὰ καὶ ὄλβια τ. ἔμαρψεν Crates Theb.8
(vv. ll. τύμβος, τάφος).4 vanity, Zeno.Stoic.1.69, Plb.3.22.4, 3.81.9; = inflatio cordis vel superbia, Gloss.; arrogance, Onos.42.24;ὁ φρυαττόμενος μεγάλα τ. Ph.1.667
; pomp,σεμνότερον ἦγεν αὑτόν—ἄρχοντι δὲ λυσιτελέστατον ὁ τ. Id.2.518
. -
14 ἐκπνευματόω
A turn into vapour, Arist.Pr. 866a3, Thphr. ap. Plu.2.292d ; fan into wind, prob. in Epicur.Ep.2p.48U.:—[voice] Pass., to be so turned, Arist.Pr. 897b1, al.II deflate, metaph., οἴημα, τῦφον, Plu.2.39d.III in [voice] Pass., to be inflated, Thphr.CP4.9.3: metaph.,ὑπὸ κτήσεως Phld.Vit.p.27J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπνευματόω
-
15 ὕπουλος
ὕπουλ-ος, ον, of sores,A extending inwards, under the surface of the flesh, enclosed,τὰ συριγγώδη καὶ ὅσα ὕ. ἐστι καὶ ἔντοσθε κεκοιλασμένα Hp.Medic.11
; ὅσα μὲν ἔχει στόμα μέγα καὶ οὐ ταχὺ συμφύεται, ταῦτα καίειν δεῖ, ὅπως ἡ ἐσχάρα ἐκεῖ πέσῃ· οὕτως γὰρ οὐκ ἔσται ὕπουλα, i.e. there will be no internal accumulation of pus, Arist.Pr. 863a12; also of the part affected, festering, purulent,σῶμα Cratin.351
, cf. Plu.Lyc.4;ἐπιληψίαι Gal.Vict.Att. 1
; .2 metaph., with festering sores underneath, unsound, hollow, οἰδεῖ καὶ ὕ. ἐστιν [ ἡ πόλις] Id.Grg. 518e; ὕ. τὴν ψυχὴν ποιήσει ib. 480b;ὕ. τέλμα
treacherous,Plu.
Rom.18; ὕ. εὐνομία (v.l. αὐτονομία) hollow, unreal, Th.8.64;ὕ. ἡσυχία D.18.307
; applied to the Trojan horse, S.Fr. 1105; κάλλος κακῶν ὕπουλον a fair outside, but fraught with ills below, Id.OT 1396;ὕ. μάντευμα
false, fallacious,Paus.
3.7.3;φαντασίαι Gal.7.203
;λόγοι Babr.44.4
; of persons, false, deceitful,ἀνὴρ ὕ. δίκτυον κεκρυμμένον Men.Mon. 587
;δόλιοι καὶ ὕ. Phld.Ir.p.60
W., cf. Plu. Caes.60, etc.;ὕ. οἱ Ἀττικοί Dicaearch.1.4
; concealed, [ δόξαι], ἔχθρα, Phld.D.1.24, D.H.3.28; of evils, festering within,οἴημα Plu.2.44a
; στάσεις ib.329b. Adv., - ως διακεῖσθαί τινι to be secretly hostile to one, Plb.10.35.6; ὑ. ἀκροᾶσθαι render a hollow obedience, Plu.Luc.21; joined with δολίως, Epigr.Gr.387 (Apamea Cibotus). (Perh. from ὑπείλλω, lit. shut up, suppressed; ὕπουλον = a 'gathering'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὕπουλος
См. также в других словарях:
οίημα — οἴημα, τὸ (Α) (γενικά) 1. ιδέα, γνώμη 2. (ειδικά) η μεγάλη ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του, έπαρση, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οἰη τού παθ. αορ. οἰήθην τού οἴομαι* + κατάλ. μα] … Dictionary of Greek
οἴημα — opinion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰημάτων — οἴημα opinion neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰήματα — οἴημα opinion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰήματι — οἴημα opinion neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰήματος — οἴημα opinion neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Никейские соборы — церковные соборы, бывшие в г. Никее, в Вифинии. Из них наиболее замечательны: 1) Н. первый вселенский собор (325), по поводу ереси Ария. Александрийский епископ Александр, в одной из бесед своих с клиром, сказал, что Св. Троица есть в троице… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
εκπνευματώ — ἐκπνευματῶ ( όω) (Α) 1. μεταβάλλω σε αέριο, εξαερώνω 2. μεταβάλλω τον αέρα σε άνεμο 3. αφαιρώ τον αέρα από ασκό, ξεφουσκώνω 4. αφήνω κάτι να βγει σαν αέρας («δεῑ τῶν νέων ἐκπνευματοῡν τὸ οἴημα», Πλούτ.) 5. (παθ. ή μέσ.) φυσώ σαν άνεμος 6. (μέσ.… … Dictionary of Greek
οιηματίας — ο (ΑΜ οἰηματίας) αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αλαζόνας, επηρμένος, καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴημα, ατoς + κατάλ. ίας (πρβλ. εισοδηματ ίας)] … Dictionary of Greek
οιηματικός — οἰηματικός, ή, όν (Μ) [οίημα] οιηματίας, επηρμένος. επίρρ... οἰηματικῶς (Μ) με οίηση, με τρόπο που αρμόζει σε οιηματία, με έπαρση, με αλαζονεία … Dictionary of Greek