-
1 απόγονοι
-
2 ἀπόγονοι
-
3 απόγονοι
els descendents -
4 потомки
-
5 потомство
-
6 νέποδες
Grammatical information: pl.Meaning: in νέποδες καλῆς Άλοσύδνης as designation of the φῶκαι, the seals (δ 404); by later poets differently interpreted: as 'ἀπόγονοι, descendants' (Theoc. 17, 25, Call. Fr. 77; also Eust. 1502, 36); as 'νηξίποδες, swim-feeter' (H.), referred to fishes (Call. Fr. 260, Nic., AP), as 'ἄποδες, feetless' (Apion ap. Apollon. Lex.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Meaning uncertain, so etymologically unclear. For `with swim-feet' Brugmann IF 20, 218ff. supposing an original *νέτ-ποδες (to νότος; s.v. and νέω) or *νεπέ-ποδες to Skt. snapáyati `swim', which however is a purely Indian formation and therefore must be given up. Against `footless', except objective reasons, pleads the fact that Greek has no wordnegation *νε- `not-, un-'. The objective acceptable interpretation as ' ἀπόγονοι' identifies νέποδες wit Lat. nepōtes = Skt. nápātaḥ pl. `grandchild'; the word would have been adapted to the inflexion of πούς, older πώς: ποδός (Curtius 266f., Kretschmer Glotta 28, 266 f., Wackernagel Syntax 2,252). Cf. on the interpretations Pariente Emer. 11, 107ff.Page in Frisk: 2,Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νέποδες
-
7 γέ
γέ, dor. γά (verwandt mit ἄγαν, ἀγα – ?), enklitische Partikel, welche das Wort, dem sie angehängt ist, durch den Ggstz zu andern hervorhebt, im Deutschen oft durch wenigstens, ja, eben wiederzugeben, oft gar nicht zu übersetzen, sondern durch stärker betonte Aussprache des Wortes zu ersetzen. Bei Hom. hebt es bes. pronomina durch den Ggstz hervor; indem ihnen etwas anderes ausdrücklich entgeggstzt wird; εἰ σύ γε σῷ ϑυμῷ ἐϑέλοις· κέλομαι γὰρ ἔγωγε Il. 23, 894; ἄλλη – ἥδε γε 9, 425, u. sonst öfter; bes. ὅ γε; auch bei subst., ἔσϑιε χοίρε'· ἀτὰρ σιάλους γε σύας μνηστῆρες ἔδουσιν Od. 14, 81; Partikeln, πρίν γε Il. 6, 465; ὀπίσσω – νῦν γε Od. 18, 123; im Ggstz gegen etwas Folgendes, ἔνϑ' οἵ γε – ἔχον νέας 10, 91, wo 95 αὐτὰρ ἐγών folgt; oder der Ggstz in Gedanken zu ergänzen, οὐδ' ἂν ἔμοιγε τετλαίη κύνεός περ ἐὼν εἰς ὦπα ἰδέσϑαι Il. 9, 372, mir wenigstens nicht, wenn auch Anderen; οὐκ ἄν τις τούτων γε ἐύϑρονον ἠῶ ἵκοιτο, die Anderen wohl, aber diese wenigstens nicht, Od. 17, 497. Oft dient es nur zur Wiederaufnahme des schon genannten Subjects, dieses gleichsam sich selbst, in anderer Beziehung od. Thätigkeit, entgegensetzend, bes. in disjunctiven Sätzen, ἤ οἱ ϑάνατον φύγοι υἱὸς ἀμύμων, ἦ ὅ γ' ὑπὸ μνηστῆρσιν δαμείη Od. 4, 790; ζώει ὅ γ' ἦ τέϑνηκε Od. 2 132, wo es nur durch er zu übersetzen; auch in beiden Gliedern, ἢ σέ γε μοῦσ' ἐδίδαξε, ἢ σέ γ' Ἀπόλλων 8, 488; ἀλλὰ σύ γε, Aufforderung, etwas anderes zu thun, Il. 19, 34. Auch ohne solchen Ggstz zur bloßen nachdrücklichen Wiederaufnahme des Subjects sehr häufig, πάντες ἄρ' οἵ γ' ἔϑελον πολεμίζειν, Iliad. 7, 169, alle die Genannten; so ἃς οἵγε, ἦ σύ γε u. ähnliche: eben der. Bes. steht ὅ γε häufig so, daß der Name folgt, ἕως ὅ γε Φαιήκεσσι μιγείη διογενὴς Ὀδυσεύς Od. 5, 386; seltener ein Appellativum, εἰ δὴ τοῠτόν γε τρομέεις –, ἄνδρα γέροντα 18, 80. – Aehnliches Hervorheben durchden Ggstz findet auch bei den Attikern statt, οὐ γὰρ δὴ σύγ' ἦσϑα ναυβάτης; Soph. Phil. 246; χωροῖς ἂν εἴσω – καὶ σέγ' εἰςάξω 670; ὀλεῖς με – οὔκουν ἔγωγε 1375; τί δῆτ' ἂν ἡμεῖς δρῷμεν εἰ σέγε πείσειν δυνησόμεϑα 1319; u. sonst; πλεῖστοι – ἑνίγε προέσϑαι ἐπεϑύμησαν χρήματα Xen. An. 1, 9, 12; Cyr. 8, 2, 15; Thuc. 1, 80; stärker ist der Ggstz οὐ λέγεις γε, δρᾷς δέ, sagst zwar nicht, Eur. Andr. 239. Doch herrscht bei den Att., bes. in Prosa, die aus dem Ggstz folgende Beschränkung vor; φόβον γε, wenigstens, εἰ μηδὲν μεῖζον παρασχεῖν Plat. Legg. VII, 806 b. So oft bei Plut. ὥς γ' ἐμοὶ ἔδοξε; – Σωκράτει γε οὐδὲν χαλεπόν Conv. 201 c; ταύτης γε μετέχειν τῆς ἀρετῆς Prot. 313 a; κολαστέον ἄρ' ἂν εἴη κατά γε τὸν σὸν λόγον τὸν πατέρα, wenigstens nach deiner Rede, Xen. Cyr. 3, 1, 18; bes. im Nachsatz eines hypothetischen Satzes, εἰ πρὸς τοῦτο σιωπᾶν ἥδιόν σοι ἢ ἀποκρίνασϑαι τόδε γε εἰπέ, so erkläre dich wenigstens darüber, Cyr. 5, 5, 20; – mit καί – und zwar, das Vorhergehende näher bestimmend, παρῆσάν τινες καὶ πολλοίγε, und zwar Viele, Plat. Phaed. 58 d; ähnl. in Antworten, καὶ ἀληϑῆ γε ἐρῶ Gorg. 470 e; πολλοῦ γε δεῖ οὕτως ἔχειν Prot. 341 d; αὗται γὰρ ἀπόγονοι τεαί; – κοιναίγε πατρὸς ἀδελφεαί Soph. O. C. 540; μάλιστά γε O. R. 994. Dahin gehört die bes. bei Plat. häufige Zustimmungsformel καλῶς γε ποιῶν, wozu das Hauptverbum aus dem vorhergehenden Satze zu ergänzen; Charm. 156 a; Ar. Ach. 1050; εὖ γε σὺ ποιῶν Plat. Rep. I, 351 c. Auch allein, πάνυ γε, καλῶς γε, ὀρϑῶς γε, σφόδρα γε u. ä., ja wohl, ganz recht, nachdrücklich bejahend; ούδέν γε, gar nichts. – Die nähere Bestimmung, oft durch nämlich, ja zu geben, zeigt sich bes. in Verbindungen wie εἴγε σὺ ἀληϑῆ λέγεις, wenn du anders wahr svrichst, Phaedr. 242 d; ἂν δέ γε βούλῃ Gorg. 448 a; so auch bei relat. u. partic., ὅς γε αὐτῇ οὐδὲ πρόβατα γιγνώσκεις, da du ja, quippe qui, Rep. I, 343 a; οὐκ ἰατρός γε ὤν, obgleich ich kein Arzt bin, Gorg. 459 a; ἀγνοῶν γε, da er ja nicht weiß, 479 b. – In Anführungen mehrerer Dinge wird eines bes. hervorgehoben, ὥστε καὶ οἰκεῖοίμοί εἰσι καὶ υἱεῖς γε Plat. Apol. 34 d; vgl. Gorg. 450 d u. Heindorf zu Hipp. mai. 301 a. Die Partikel γέ steht immer hinter dem hervorzuhebenden Worte; nur der Artikel u. die Präposition ziehen es an, so daß es vor dem substant. steht. – Es versteht sich von selbst, daß γέ mehrmals in einem Satze vorkommen kann, wenn man nämlich in einem Satze mehrere Begriffe hervorheben will; z. B. Iliad. 5, 287 ἤμβροτες, οὐδ' ἔτυχες· ἀτὰρ οὐ μὲν σφῶί γ' ὀίω πρίν γ'ἀποπαύσεσϑαι, πρίν γ' ἢ ἕτερόν γε πεσόντα αἵματος ἆσαι Ἄρηα; Iliad. 5. 258 εἴ γ' οὖν ἕτερός γε φύγῃσιν; 16, 30 μὴ ἔμεγ' οὖν οὗτός γε λάβοι χόλος; Aristoph. Vesp. 1507 μὰ τὸν Δί' οὐδέν γ' ἄλλο πλήν γε καρκίνους; Eur. Med. 867 οὐκ ἄν γ' ἁμάρτοις τοῦδέ γε; Lys. Philon. 29 τίς δ' οὐκ ἂν εἰκότως ἐπιτιμήσειεν ὑμῖν, εἰ τοὺς μετοίκους μὲν ἐτιμήσατε, τοῦτον δὲ μὴ κολάσετε, εἰ μή γε ἄλλῳ τινὶ μείζονι, τῇ γε παρούσῃ ἀτιμίᾳ; – Von Vrbdgn mit anderen Partikeln merke man ἆρά γε, s. ἆρα; ἄταρ – γε, aber wenigstens, Ar. Ach. 448; γὲ μήν, wenigstens doch, doch wirklich, wie bei Hom. γὲ μέν, Iliad. 2, 703. 5, 516; – γέ τοι, ja doch, doch wenigstens, u. andere, in denen sich γε immer auf ein besonderes Wort bezieht u. seine eigenthümliche Bedeutung beibehält.
-
8 καρπος
Iὅ (тж. собират.)1) плод(λωτοῖο Hom.; ἐλαίας Pind.; βύβλου Aesch.; δένδρων Plat.)
κ. Δήμητρος Her. — плоды Деметры, т.е. хлебные злаки;ὅ κ. τῆς κοιλίας NT. — плод чрева, дитя;κ. τῆς ὀσφύος NT. = οἱ ἀπόγονοι;κ. χειλέων NT. = λόγοι;ἐκ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται погов. NT. — по плоду узнается дерево2) произведение, тж. сбор, урожай или сельскохозяйственный доходὁ πρῶτος κ. Her. — предыдущий урожай;
κ. γαίας καὴ βοτῶν Aesch. — земледельческие и животноводческие продукты3) перен. плод, результат(καρπόν τινα θερίζειν Plat.)
κ. ἐπέων Pind. — поэзия;κ. φρενῶν Pind. — мудрость;γλώσσης ματαίας κ. Aesch. — безрассудные речи;οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. — лживые речи не увенчаются успехом;εἰ κ. ἔσται θεσφάτοισι Λοξίου Aesch. — если оправдаются предсказания ЛоксияIIὅ запястье(χειρός Hom., Eur., Arst.)
-
9 потомок
1. (человек по отношению к тому, от кого он ведет свой род) о απόγονος, ο επίγονος, ο έκγονος 2. -ки мн. (люди будущих поколений) οι απόγονοι, οι μέλλουσες γενεές, οι επίγονοι, οι έκγονοι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потомок
-
10 сибсы
биол. οι απόγονοι ιδίων γονέων, τα αδέλφια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сибсы
-
11 внук
внукм1. ὁ ἐγγονός, τό ἐγγόνι·2. \внуки мн. (потомство) οἱ ἀπόγονοι. -
12 потомок
потом||окм1. ὁ ἀπόγονος, ὁ ἐπίγονος· 2.:\потомокки мн. (будущие поколения) οἱ ἀπόγονοι, οἱ ἐπίγονοι, ὁ£ μεταγενέστεροι, οἱ μέλλουσες γενεές. -
13 потомство
потом||ствос οἱ ἀπόγονοι, οἱ ἐπίγονοι, τά ἐγγόνια. -
14 правнуки
правну||кимн. οἱ ἀπόγονοι. -
15 απόγονος
ο потомок;οι απόγονοι — потомки, потомство
-
16 επιζώ
(α) αμετ.1) пережить, жить дольше (кого-чего-л.);οι επιζώντες απόγονοι τού — А. живые потомки Α.;
τό όνομά του επέζησε στην ιστορία имя его вошло в историю;2) остаться в живых, уцелеть -
17 бастарды
-ов (εν. –ард, -а α.)απόγονοι επιμειξίας, μπάσταρδοι. -
18 внук
-а α.1. εγγονός, εγγόνι, αγγόνι.2. πλθ. -и, -ов οι απόγονοι. -
19 княжата
-άτ πλθ. δουκάκια, ηγεμονδπαιδα. || οι απόγονοι των δουκών, τιτλούχοι βογιάρόι. -
20 линия
-и θ.1. γραμμή, ρίγα•линия прямая ευθεία γραμμή•
линия кривая καμπύλη γραμμή.
|| φανταστική γραμμή•линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•
линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.
2. περίγραμμα.3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•гор οροσειρά•
линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).
5. σιδηροδρομική γραμμή.6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•
родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•
прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•
нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•
боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.
7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•правильная линия σωστή γραμμή•
неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•
правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.
8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).εκφρ.поточная линия – βλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•на -и – κοντά, πλησίον•по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•вынести выговор по административной -и – τιμωρώ διοικητικά•вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•по -и – προς την κατεύθυνση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπόγονοι — ἀπόγονος born masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αβαδιώτες — Απόγονοι των Αράβων κατακτητών (823) της Κρήτης. Κατοικούσαν νότια της Ίδης σε είκοσι περίπου χωριά και ήταν μουσουλμάνοι. Μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, εγκατέλειψαν το νησί. Ο αριθμός τους υπολογίζεται σε 4.000. Οι περισσότεροι από… … Dictionary of Greek
PAS Giannina F.C. — PAS Giannina Full name Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα (Panepirotic Athletic Association Giannina) Nickname(s) Ajax of Epirus Pagourades (Canteen Men) Founded … Wikipedia
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
νέπους — νέπους, οδος, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οι νέποδες α) τέκνα («νέποδες καλῆς Ἁλοσύδνης» Ομ. Οδ.) β) οι απόγονοι («ἀθάνατοι δὲ καλεῡνται ἑοὶ νέποδες», Θεόκρ.) γ) τα ζώα που έχουν νηκτικές μεμβράνες στα πόδια και κολυμπούν με τα πόδια δ) υδρόβια ζώα ε)… … Dictionary of Greek
Ανδροκλείδες — Όνομα δύο αρχαίων ελληνικών οικογενειών. 1. Οικογένεια με σημαντική δύναμη στην αρχαία Μεσσηνία. Τάχθηκε με το μέρος των Σπαρτιατών στον Α’ Μεσσηνιακό πόλεμο. Πιστεύεταιότι ήταν απόγονοι των πρώτων Δωριέων που εγκαταστάθηκαν στη Μεσσηνία και για… … Dictionary of Greek
διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… … Dictionary of Greek
διυβριδισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο διασταυρώνονται δύο γονείς που διαφέρουν κατά δύο ζεύγη κληρονομικών χαρακτήρων. Ο δ. ακολουθεί τον δεύτερο νόμο του Μέντελ, δηλαδή τον νόμο του ανεξάρτητου διαχωρισμού των κληρονομικών χαρακτήρων. Σύμφωνα με αυτόν, κατά… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Επίσημη ονομασία: Άγιος Βικέντιος και οι Γρεναδίνες Έκταση: 389 τα. Σλμ. Πληθυσμός: 115.942 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Κινγκστάουν (16.000 κάτ. το 2001)Ο Ά.Β. και οι Γ. ανήκουν στο… … Dictionary of Greek