-
1 потомки
-
2 потомство
-
3 потомок
1. (человек по отношению к тому, от кого он ведет свой род) о απόγονος, ο επίγονος, ο έκγονος 2. -ки мн. (люди будущих поколений) οι απόγονοι, οι μέλλουσες γενεές, οι επίγονοι, οι έκγονοι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > потомок
-
4 сибсы
биол. οι απόγονοι ιδίων γονέων, τα αδέλφια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сибсы
-
5 внук
внукм1. ὁ ἐγγονός, τό ἐγγόνι·2. \внуки мн. (потомство) οἱ ἀπόγονοι. -
6 потомок
потом||окм1. ὁ ἀπόγονος, ὁ ἐπίγονος· 2.:\потомокки мн. (будущие поколения) οἱ ἀπόγονοι, οἱ ἐπίγονοι, ὁ£ μεταγενέστεροι, οἱ μέλλουσες γενεές. -
7 потомство
потом||ствос οἱ ἀπόγονοι, οἱ ἐπίγονοι, τά ἐγγόνια. -
8 правнуки
правну||кимн. οἱ ἀπόγονοι. -
9 бастарды
-ов (εν. –ард, -а α.)απόγονοι επιμειξίας, μπάσταρδοι. -
10 внук
-а α.1. εγγονός, εγγόνι, αγγόνι.2. πλθ. -и, -ов οι απόγονοι. -
11 княжата
-άτ πλθ. δουκάκια, ηγεμονδπαιδα. || οι απόγονοι των δουκών, τιτλούχοι βογιάρόι. -
12 линия
-и θ.1. γραμμή, ρίγα•линия прямая ευθεία γραμμή•
линия кривая καμπύλη γραμμή.
|| φανταστική γραμμή•линия горизонта η γραμμή του ορίζοντα•
линия прицеливания σκοπευτική γραμμή.
2. περίγραμμα.3. σύνορα, μεθόριος• οχυρωματική γραμμή.4. σειρά, αράδα• στίχος• τάξη•гор οροσειρά•
линия телеграфных столбов γραμμή τηλεγραφικών στύλων (τηλεγραφόξυλων).
5. σιδηροδρομική γραμμή.6. γενεά, απόγονοι, γενεαλογική σειρά•родство по женской -и μητρική (μητρώα) σειρά (συγγένεια από τη μητέρα)•
родство по отцовской -и πατρική (πατρώα) σειρά (συγγένεια από τον πατέρα)•
прямая восходящая линия ευθεία γραμμή (συγγένειας), οι ανιώντες συγγενείς•
нисходящая линия οι κατιώντες συγγενείς•
боковая линия οι πλάγιοι συγγενείς.
7. μτφ. κατεύθυνση, τρόπος ενέργειας, σκέψης•правильная линия σωστή γραμμή•
неправильная линия μη σωστή (στραβή) γραμμή•
правильная линия партии η σωστή γραμμή του κόμματος.
8. ακολουθητέος δρόμος, κατεύθυνση, επιδίωξη• τύχη, μοίρα. || περίσταση, περιστατικό, περίπτωση.9. ρωσικό μέτρο μήκους ίσο με το 1/10 της ίντσας (πριν το νέο δεπαδ. μετρικό σύστημα).εκφρ.поточная линия – βλ. конвейер• линия обороны γραμμή άμυνας•на -и – κοντά, πλησίον•по -и – α) σε (οργανώσεις, όργανα)•он работает по профсоюзной -к – αυτός εργάζεται στα συνδικάτα•поставить вопрос по партийной -и – βάζω το ζήτημα στο κόμμο:. β) εξ ονόματος (οργάνωσης, οργάνου)•вынести выговор по административной -и – τιμωρώ διοικητικά•вести свою -ю – εφαρμόζω τη γραμμή μου•гнуть свою -ю – (απλ.) εφαρμόζω τη γραμμή μου•по -и – προς την κατεύθυνση. -
13 отрасль
-и θ.1. παλ. κλάδος (φυτού).2. παλ. απόγονοι, επίγονοι.3. παλ. διακλάδωση (οροσειράς).4. μτφ. τομέας•отрасль промышленности κλάδος της βιομηχανίας.
-
14 поздний
-яя, -ееεπ.1. προχωρημένος, περασμένος•поздний час περασμένη ώρα•
они засиделись до -ей ночи αυτοί κάθισαν ως αργά τη νύχτα•
-яя осень τέλος του Φθινοπώρου.
|| τελευταίος•поздний эллинизм η τελευταία ελληνιστική περίοδος•
поздний романтизм η τελευταία περίοδος του ρωμαντισμού.
2. καθυστερημένος, αργοπορημένος. || όψιμος•-ие цветы όψιμα άνθη.
|| απομακρυσμένος, μακρινός•-ие потомки μακρινοί απόγονοι.
εκφρ.самое -ее – το αργότερο. -
15 потомок
-мка α.1. απόγονος, επίγονος.2. πλθ. -и οι απόγονοι, οι μέλλουσες γενεές. -
16 правнук
-а α.1. δισέγγονος.2. πλθ. -и οι απόγονοι. -
17 Grandchild
subs.Son's son: P. ὑϊδοῦς, ὁ.Daughter's son: P. θυγατριδοῦς, ὁ.Daughter's daughter: P. θυγατριδῆ, ἡ.Grandchildren, descendants: P. and V. ἔκγονοι, οἱ, P. ἀπόγονοι, οἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Grandchild
-
18 zürriyet
γενιά, απόγονοι, κατιών
См. также в других словарях:
ἀπόγονοι — ἀπόγονος born masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αβαδιώτες — Απόγονοι των Αράβων κατακτητών (823) της Κρήτης. Κατοικούσαν νότια της Ίδης σε είκοσι περίπου χωριά και ήταν μουσουλμάνοι. Μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, εγκατέλειψαν το νησί. Ο αριθμός τους υπολογίζεται σε 4.000. Οι περισσότεροι από… … Dictionary of Greek
PAS Giannina F.C. — PAS Giannina Full name Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα (Panepirotic Athletic Association Giannina) Nickname(s) Ajax of Epirus Pagourades (Canteen Men) Founded … Wikipedia
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
νέπους — νέπους, οδος, ὁ (Α) συν. στον πληθ. οι νέποδες α) τέκνα («νέποδες καλῆς Ἁλοσύδνης» Ομ. Οδ.) β) οι απόγονοι («ἀθάνατοι δὲ καλεῡνται ἑοὶ νέποδες», Θεόκρ.) γ) τα ζώα που έχουν νηκτικές μεμβράνες στα πόδια και κολυμπούν με τα πόδια δ) υδρόβια ζώα ε)… … Dictionary of Greek
Ανδροκλείδες — Όνομα δύο αρχαίων ελληνικών οικογενειών. 1. Οικογένεια με σημαντική δύναμη στην αρχαία Μεσσηνία. Τάχθηκε με το μέρος των Σπαρτιατών στον Α’ Μεσσηνιακό πόλεμο. Πιστεύεταιότι ήταν απόγονοι των πρώτων Δωριέων που εγκαταστάθηκαν στη Μεσσηνία και για… … Dictionary of Greek
διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… … Dictionary of Greek
διυβριδισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο διασταυρώνονται δύο γονείς που διαφέρουν κατά δύο ζεύγη κληρονομικών χαρακτήρων. Ο δ. ακολουθεί τον δεύτερο νόμο του Μέντελ, δηλαδή τον νόμο του ανεξάρτητου διαχωρισμού των κληρονομικών χαρακτήρων. Σύμφωνα με αυτόν, κατά… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Άγιος Βικέντιος και Γρεναδίνες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Επίσημη ονομασία: Άγιος Βικέντιος και οι Γρεναδίνες Έκταση: 389 τα. Σλμ. Πληθυσμός: 115.942 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Κινγκστάουν (16.000 κάτ. το 2001)Ο Ά.Β. και οι Γ. ανήκουν στο… … Dictionary of Greek