-
1 τρι-άδελφοι
τρι-άδελφοι, οἱ, die drei Brüder, Tzetz.
-
2 τρώγω
τρώγω, fut. τρώξομαι, Ar. Ach. 771; aor. ἔτραγον, selten ἔτρωξα, wie κατατρώξαντες Timon. frg. 7; aor. pass. ἐτράγην (verwandt mit τρύω); – nagen, knuppern, essen, fressen, bes. rohe Speisen; Hom. von den Maulthieren, τρώγειν ἄγρωστιν, Od. 6, 90; Her. 2, 37 sagt τοὺς γενομένους κυάμους οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται, weder roh noch gekocht essen; vgl. 1, 71. 2, 92. 4, 177; später bes. vom Nachtisch, Nüsse, Mandeln knacken, naschen, Ar. u. A.; allgemein, πίνειν καὶ τρώγειν, Dem. 19, 197; Folgende; δύο τρώγομεν ἀδελφοί, Pol. 52, 9, 9, wir leben zusammen. – Vgl. B. A. 114.
-
3 δια-ζεύγνῡμι
δια-ζεύγνῡμι (s. ζεύγνυμι), auseinander spannen, trennen, τί τινος, z. B. ἀδελφοὶ διαζυγέντες ἐμοῦ, Aesch. 2, 179; Sp.; διεζεῦχϑαι ἀπὸ τῶν ἄλλων Xen. An. 4, 2, 10. – Med., von der Ehe, διαζεύγνυσϑαι, sich scheiden, Plat. Legg. VI, 784 b.
-
4 δίδυμος
δίδυμος, η, ον, auch 2 Endgn, αἱ δίδυμοι, Pind. P. 4, 209, wie Plat. Legg. III, 691 d; doppelt, zweifach; von δύο mit Reduplication? oder von δι- (δίς δύο) und δύεσϑαι, vgl. ἀμφίδυμος, νήδυμος? Bei Homer zweimal: Iliad. 23, 641 von den Aktorionen οἱ δ' ἄρ' ἔσαν δίδυμοι' ὁ μὲν ἔμπεδον ἡνιόχευεν, ἔμπεδον ἡνιόχευ', ὁ δ' ἄρα μάστιγι κέλευεν, d. h. sie waren zusammengewachsen, ein Doppelleib; Scholl. vs. 638. 639 Ἀρίσταρχος δὲ διδύμους ἀκούει οὐχ οὕτως ὡς ἡμεῖς ἐν τῇ συνηϑείᾳ νοοῠμεν, οἷοι ἦσαν καὶ οἱ Διόσκουροι, ἀλλὰ τοὺς διφυεῖς, δύο ἔχοντας σώματα, Ἡσιόδῳ μάρτυρι χρώμενος, καὶ τοὺς συμπεφυκότας ἀλλήλοις. οὕτως γὰρ καὶ τὸ λεγόμενον ἐπ' αὐτῶν σαφηνίζεσϑαι ἄριστα; Apollon. Lex. Homer. p. 58, 26 Διδυμάονε δίδυμοι ἀδελφοὶ οἱ κεχωρισμένοι τοῖς σώμασιν. οἱ δὲ συμφυεῖς δίδυμοι λέγονται. Vgl. s. v. Διδυμάων u. s. Lehrs Aristarch. p. 179. Odyss. 19, 227 αὐτάρ οἱ περόνη χρυσοῖο τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισι; auch diese Stelle erklärte man im Alterthum analog der Stelle Iliad. 23, 641, δίδυμοι αὐλοί = zwei mit einander unmittelbar verbundene αὐλοί, Scholl. διδύμοισι: διπλαῖς, ἢ συμφυέσι περόναις. – Folgende: χερὶ διδύμᾳ Pind. p. 2, 9, u. öfter; Plat. Tim. 77 d u. sonst; δίδυμος κασίγνητος, Zwillingsbruder, Pind. N. 1, 36, wie ἀδελφός, Dem. 25, 79; so oft bei Att.; γενέσεις διδύμους γεννησάμενος Plat Critia. 113 e; auch δίδυμα, Arist. H. A. 7, 4. – Bei Galen. u. Philodem. 8 (v, 126) sind οἱ δίδυμοι die zwei Hoden.
-
5 ἀνεψιός
-
6 ἀδελφός
ἀδελφός, ὁ, (ἀ copul. - δελφύς, nach Arist. H. A. 3, 1), Bruder, bei Hom. noch nicht, welcher ἀδελφεός u. ἀδελ φειός gebraucht; ἀδελφοί, Geschwister; auch adl. ἀδελφός, ή, όν, brüderlich; Aesch. χερσὶν-φαῖς Spt. 793, wie Soph. O. R. 1468; ähnlich, übereinstimmend, τινός, z. B. Soph. ἀδελφὰ τῶνδε κηρύξας Ant. 192; βουλεύματα τοῖς ἔργοις ἀδ. Lys. 2, 59; τῶν εἰρημένων ἀδ. Isocr. 4, 71; – τινί, Soph. O. C. 1264; Aeschin. 2, 145 διαβολὴ δὲ ἀδελφόν ἐστι καὶ ἡ συκοφαντία; τὰ σὰ τοῖς φανεῖσιν ἡγοῦμαι ἀδελφά Luc. Gall. 5 ( voc. ἄδελφε, s. Göttling p. 305).
-
7 ἀλληλο-φόνοι
-
8 τριάδελφοι
τρι-άδελφοι, οἱ, die drei Brüder -
9 τρώγω
τρώγω, nagen, knabbern, essen, fressen, bes. rohe Speisen; von den Maultieren; τοὺς γενομένους κυάμους οὔτε τρώγουσι οὔτε ἕψοντες πατέονται, weder roh noch gekocht essen; bes. vom Nachtisch, Nüsse, Mandeln knacken, naschen; δύο τρώγομεν ἀδελφοί, wir leben zusammen
См. также в других словарях:
ἁδελφοί — ἀδελφοί , ἀδελφός son of the same mother masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αδελφοί Αρβάλες — (fratres arvales, δηλαδή αδελφοί των αγρών, στα ελληνικά αδελφοί αρουραίοι). Σωματείο από 12 ισόβιους ιερείς της αρχαίας Ρώμης, που τελούσαν τη λατρεία της Δίας (Dea Dia), μιας θεότητας που δεν αναφέρεται αλλού, αλλά ταυτιζόταν με την παλιά… … Dictionary of Greek
Αδελφοί του Ελεύθερου Έρωτα — Κοινότητα που ιδρύθηκε από τον Γουίλιαμ Άλεν το 1854, στο Νιου Χέβεν της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Τα μέλη της δεν παντρεύονται, ζουν λιτή ζωή και εργάζονται στο ίδιο κτήμα. Έχουν ελεύθερες ερωτικές σχέσεις, ακόμα και με συγγενικά τους πρόσωπα … Dictionary of Greek
Αδελφοί του Κοινού Βίου — Θρησκευτικές κοινότητες που άκμασαν στην κεντρική και βόρεια Γερμανία και στις Κάτω Χώρες στον 15o αι. και διατηρήθηκαν έως τον 17o. Η πρώτη κοινότητα ιδρύθηκε από τον Γκέραρντ Γκροστ στην πόλη Δέβεντερ της επισκοπής της Ουτρέχτης γύρω στο 1380.… … Dictionary of Greek
ἀδελφοί — ἀδελφός son of the same mother masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μονγκολφιέ, αδελφοί — (Montgolfier, εξελληνισμένο Μογγολφιέροι)· Ζοζέφ – Μισέλ (Βινταλόν λεζ Ανονέ 1740 – Μπαλαρίκ λε Μπεν 1810)· Ζακ – Ετιέν (Βινταλόν λεζ Ανονέ 1745 – Σεριέρ 1799). Γάλλοι βιομήχανοι, εφευρέτες του αερόστατου με θερμό αέρα, το οποίο από της… … Dictionary of Greek
Σιαμαίοι αδελφοί — Δίδυμοι αδελφοί, (Τσανγκ Ενγκ) που τα σώματά τους συνδέονταν με μια σάρκινη λουρίδα από το στήθος. Γεννήθηκαν στην Ταϊλάνδη το 1811, από Κινέζους γονείς. Η λουρίδα που τους ένωνε είχε μήκος 0,055 μ. περίπου, αλλά με την πάροδο του χρόνου, και… … Dictionary of Greek
Γκριμ, αδελφοί — (Grimm).Γερμανοί φιλόλογοι και συγγραφείς παραμυθιών με διεθνή απήχηση. Ο Γιάκομπ (Jacob, 1785–1863) και ο Βίλχελμ (Wilhelm, 1786–1859), είχαν κοινές ιδέες και έζησαν τα ίδια γεγονότα, αλλά διέφεραν ως ιδιοσυγκρασίες: πιο αυστηρός και… … Dictionary of Greek
Μανάκια, αδελφοί — (Γιάννης Μ., Αβδέλα Γρεβενών, 1878 – Μπίτολα, ΠΔΜ, 1960; και Μίλτος Μ., Αβδέλλα Γρεβενών 1882; –Μπίτολα, ΠΓΔΜ, 1964). Φωτογράφοι και κινηματογραφιστές. Κατάγονταν από μια παλαιά βλαχόφωνη οικογένεια. Ο Γιάννης Μ. τελείωσε το γυμνάσιο στο… … Dictionary of Greek
Μαρξ, αδελφοί — (The Marx Brothers). Οικογένεια Αμερικανών κωμικών του κινηματογράφου. Την ομάδα αποτελούσαν τα αδέλφια Γκράουτσο Μ. (Groucho Marx, Νέα Υόρκη 1890 – 1977), Ζέπο Μ. (Zeppo Marx, Νέα Υόρκη 1901 – 1979), Τσίκο Μ. (Chico Marx, Νέα Υόρκη 1886 – 1961)… … Dictionary of Greek
Γουόρνερ, αδελφοί — (Warner brothers). Οικογένεια Καναδών επιχειρηματιών, πολωνοεβραϊκής καταγωγής. Παραγωγοί και επιχειρηματίες σε όλους τους χώρους του θεάματος και της λαϊκής κουλτούρας (κινηματογράφος, τηλεόραση, δισκογραφία, βιβλία, κόμικς κλπ.), ο Χάρι… … Dictionary of Greek