-
1 πολύ
πολύς, πολλή, πολύ, peculiar forms, πολλός, πολλόν, πουλύς (also fem.), πουλύ, gen. πολέος (Od. 20.25), acc. πουλύν, pl. nom. πολέες, πολεῖς, gen. πολέων (Il. 16.655), πολλάων, πολλέων, dat. πολέσι, πολέεσσι, acc. πολέας, for comp. and sup. see πλείων, πλεῖστος: much, many, with numerous applications that call for more specific words in Eng., as ‘long,’ of time, ‘wide,’ ‘broad,’ of space, ‘loud,’ ‘heavy,’ of a noise or of rain, etc. πολλοί (Att. οἱ πολλοί), the many, the most, the greater part, Il. 2.483, and w. part. gen., πολλοὶ Τρώων, etc. Freq. as subst., πολλοί, πολλά, ‘many men,’ ‘many things,’ but predicative in Od. 2.58, Od. 17.537; often with other adjectives, πολέες τε καὶ ἐσθλοί, πολλὰ καὶ ἐσθλά, ‘many fine things,’ Od. 2.312. —Neut. as adv., πολύ, πολλόν, πολλά, much, far, by far, very; πολλὰ ἠρᾶτο, prayed ‘earnestly,’ ‘fervently,’ Il. 1.35; w. comp. and sup., πολὺ μᾶλλον, πολλὸν ἀμείνων, ἄριστος, so πολὺ πρίν, πολλὸν ἐπελθών, Il. 20.180.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολύ
-
2 πολύ
πολύςmany: neut nom /voc /acc sg (attic epic) -
3 πολύ
1) greatly2) much3) veryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πολύ
-
4 πολύς, πολλή, πολύ
+ A 61-107-142-241-271=822 Gn 6,1; 13,6; 15,1.14; 17,5many, numerous Gn 6,1; great, populous Gn 18,18; much Gn 15,14; abundant Prv 6,8; abundant in [ἔν τινι] 1 Sm 2,5; great (of size) Gn 41,29; great, high (of worth, value) Gn 15,1; long (of time) Jb 12,12; long, large, wide (of distance) Jos 9,13; πολύ widely Est 8,12k; greatly, very much, strongly DnTh 6,15; τὸ πολύ much (as adv.) Ex 16,17; πολλοί many Ps 3,2; οἱ πολλοί the majority, most (people) 2 Mc 1,36πολλῷ μᾶλλον much more Sir prol.,14; ἐπὶ πολύ more than once, often Is 55,7; very, much Neh 3,33;μετ’ οὐ πολύ a little after 1 Ezr 3,22; πολὺ νῦν it is enough 2 Sm 24,16ἔτι ἐστὶν ἡμέρα πολλή it is still broad daylight Gn 29,7; ἀετὸς πολὺς ὄνυξιν an eagle with great talons Ez 17,7; ἡ βόμβησις ἡ μεγάλη ἡ πολλὴ αὕτη this very great multitude Bar 2,29; μὴ πολὺς ἴσθι πρὸς ἀλλοτρίαν be not intimate with a strange woman Prv 5,20*DnLXX 11,10 ἐπὶ πολύ for much? corr.? ἐπὶ πόλιν against the town for MT עד־מעזה to the fortified town; *Is 14,11 ἡ πολλή great, much-המון? (multitude) for MT המית sound; *Jer 3,3 πολλούς many-Cf. DORIVAL 1994, 477; JEANSONNE 1988 75-76(Dn 11,10) -
5 πολυθύσανος
A with many tassels, epith. of Artemis, Poet. ap. Hsch. (also expld. by [suff] πολυ-θῠσίαστος, honoured with many sacrifices, and [suff] πολυ-θώϋστος ([etym.] θωΰσσω), rushing violently).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυθύσανος
-
6 πολύρρην
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύρρην
-
7 πολύχοος
A pouring forth much, yielding much, of animals, prolific, Arist.HA 629a35, cf. Vett. Val.10.28; of fruit and grain, Thphr.HP8.4.3;πολυχούστερα τὰ χεδροπά Id.CP4.8.1
;τὸ καταβληθὲν πολύχουν ἀποδίδωσιν J.BJ4.8.3
: metaph. of a writer or orator, copious,τῶν καθ' αὑτὸν πολυχούστατος Phld.Acad.Ind.p.102
M., cf. Rh.1.157 S.2 capable of great diffusion, Hp.Vict.2.56.II manifold, various, Arist.Rh. 1418b9: [comp] Comp. ;πολύχουν τὸ φυτὸν καὶ ποικίλον Thphr.HP 1.1.10
; variety,Ptol.
Geog.1.15.1; τὸ π. τῆς φύσεως the prodigal variety of Nature, Plot.6.2.3;ποικίλον καὶ π. χρῆμα ἡ ψυχή Them.Or.2.35a
;π. καὶ πολύτροπος Iamb.Protr.21
.λή; π. ἐν πᾶσιν ἰητρός IG14.1813
.2 frequent,π. κακία, σπάνιον δ' ἡ ἀρετή Ph.2.4
, cf. Iamb. in Nic.p.33 P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύχοος
-
8 πολυαίνετος
πολῠ-αίνετος, ον, = sq., E.Heracl. 761 (lyr.), BCH29.412 ([place name] Callatis):—also [suff] πολῠ-αίνητος, IG42(1).616.5 (Epid., iv B. C.); to be restored in BCH21.599 (Delph., iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυαίνετος
-
9 πολυάρατος
A much-wished-for, much-desired,ἤ τίς οἱ εὐξαμένῃ π. θεὸς ἦλθεν Od.6.280
, cf. 19.404, h.Cer. 220: in [dialect] Att. Prose,τὴν πολυάρατον σοφίαν Pl.Tht. 165e
.II cursed, κολακεία, γόητες, Dam.Isid.18, 92.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυάρατος
-
10 πολύβροχος
A freshly infused several times, Dsc.1.128.6, al.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύβροχος
-
11 πολυγηθής
A much-cheering, delightful, gladsome,ὧραι Il.21.450
; , Op. 614, cf. Pi.Fr.29.5;Διὸς εὐναί Id.P.2.28
;ὀρχηθμός AP9.189
, etc.: also voc. - γηθε (as if from - γηθος) Orph.H.10.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυγηθής
-
12 πολυγηρία
πολῠ-γηρία, ἡ,A attainment of great age, Melamp.παλμ. p.24
D [suff] πολῠ-γηρος, ον, = -γήραος, Vett.Val.62.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυγηρία
-
13 πολύγλωσσος
A manytongued, δρῦς π. the vocal (oracular) oak of Dodona, S.Tr. 1168; π. βοή an oft-repeated or loud-voiced cry, Id.El. 641, 798.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύγλωσσος
-
14 πολυγνώμων
A very sagacious, Pl.Phdr. 275a, D.C.76.16 (v.l. [suff] πολῠ-γνωμος); sententious, Philostr.VS1.16.4. Adv.- μόνως Poll.4.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυγνώμων
-
15 πολύγωνος
πολῠ-γωνος, ον,A polygonal, Id.Sens. 442b20, Plu.2.1121c: Subst. [suff] πολῠ-γωνον, τό, polygon, Antipho Soph.13, Gal.Anim.Pass.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύγωνος
-
16 πολυδειράς
------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυδειράς
-
17 πολυέλικτος
πολυ-έλικτος, ον,II π. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, E.Ph. 314 (lyr.); [dialect] Ep. [suff] πολύ-πουλυ-,π. χορείη Nonn.D.21.185
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυέλικτος
-
18 πολύθροος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύθροος
-
19 πολυΐστωρ
A very learned, D.H. Din.1, Str.3.2.12, Gal.17(1).605; esp. as epith. of Alexander Polyhistor, J.AJ1.15.1, etc.;βίβλος AP9.280
(Apollonid.):—also [suff] πολυ-ΐστορος, ον, Sch.Lyc.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυΐστωρ
-
20 πολύϊχθυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύϊχθυς
См. также в других словарях:
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς, πολλή, πολύ πληθ. πολλοί, πολλές, πολλά, γεν. ών, μεγάλος στον αριθμό, στο ποσό, στο πλήθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυ(πο)σφάκτης — ο, Α ο πολυποξύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύπος (άλλος τ. τού πολύπους, οδός) + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. εμβρυο σφάκτης] … Dictionary of Greek
πολύ — Ν επίρρ. βλ. πολύς … Dictionary of Greek
πολύ — πολύς many neut nom/voc/acc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιθάλη — Πολύ λεπτή μαύρη σκόνη από σχεδόν καθαρό άνθρακα, που ανήκει στην κατηγορία των τεχνητών ανθράκων. Α. δημιουργείται όταν γίνεται ατελής καύση πολλών οργανικών σωμάτων, όπως βενζόλιο, ρητίνη, λίπη, έλαια, πίσσα κλπ. Βιομηχανικά παρασκευάζεται με… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
ιοί ή διηθητοί ιοί — Πολύ μικρά όντα, αόρατα με τα κοινά μικροσκόπια, ικανά να αναπαράγονται μόνο στο εσωτερικό ορισμένων κυττάρων, στα οποία έχουν την ιδιότητα να διεισδύουν· η αναπαραγωγή των ι. προκαλεί συχνά βλάβες στα κύτταρα που εκδηλώνονται ως νόσος του… … Dictionary of Greek
Полифагия — (πολύ много и φαγιειν есть) болезненно усиленный позыв на пищу, наблюдается при некоторых нервных расстройствах, душевных болезнях и при мочеизнурении сахарном и несахарном … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Полихолия — (πολυ много и χολη желчь) усиленная выработка желчи, зависит исключительно от усиленной деятельности печени (Minkowski и Nadnyn, Fleischl). При этом не все составные части желчи вырабатываются одинаково обильно: иногда наблюдается преимущественно … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
επιπεφυκώς — Πολύ λεπτός, διάφανος βλεννογόνος που καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια των βλεφάρων καθώς και την μπροστινή επιφάνεια του οφθαλμικού βολβού, στο ασπράδι του ματιού μέχρι το όριο του κερατοειδούς. Η φλεγμονή του ε. ονομάζεται επιπεφυκίτιδα και… … Dictionary of Greek