-
1 πολύγωνος
πολῠ-γωνος, ον,A polygonal, Id.Sens. 442b20, Plu.2.1121c: Subst. [suff] πολῠ-γωνον, τό, polygon, Antipho Soph.13, Gal.Anim.Pass.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύγωνος
См. также в других словарях:
οσάγωνος — ὁσάγωνος, ον (Α) αυτός που έχει οσονδήποτε αριθμό εδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + γωνος (< γωνία), πρβλ. πολύ γωνος. Το α τού τ., κατά τα τετρά γωνος, επτά γωνος] … Dictionary of Greek
ορθόγωνος — ὀρθόγωνος, ον (Α) ορθογώνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + γωνος (< γωνία), πρβλ. πολύ γωνος] … Dictionary of Greek
πολύγωνος — η, ο / πολύγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή νεοελλ. φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» πολύγωνο που… … Dictionary of Greek
τρεισκαιδεκάγωνος — και τρισκαιδεκάγωνος, ον, Α (για πολύγωνο) αυτό που έχει δεκατρείς γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + γωνος (< γωνία), πρβλ. πολύ γωνος] … Dictionary of Greek
полиго́н — а, м. 1. Участок для боевой подготовки войск, а также для испытания различных видов оружия, боевых средств и техники. Учебный полигон. □ [Я] знал про разрывы гранат только по курсам тактики и артиллерии, но ни разу не был на артиллерийском… … Малый академический словарь
τρίγωνος — η, ο / τρίγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τρεις γωνίες, τριγωνικός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. τρίγωνο νεοελλ. 1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων λόγω τού σχήματός τους (α. «τρίγωνος μυς τών χειλέων» μικρός δερματικός μυς τού προσώπου β.… … Dictionary of Greek
τέσσερεις — τέσσερα / τέσσαρες, τέσσαρα, ΝΜΑ, και τέσσαροι και τέσσεροι, ες, α και λόγιος τ. τέσσαρες, τέσσαρα Ν, και αττ. τ. τέτταρες, τέτταρα και ιων. τ. τέσσερες, τέσσερα και δωρ. τ. τέτορες, τέτορα και επικ. και πιθ. αιολ. τ. πίσυρες και αιολ. τ. πέσυρες … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek