-
41 άρα-κατάρα
η:άρα-κατάρα νάχεις — будь трижды проклят(а)!
-
42 ἅρα
Βλ. λ. άρα -
43 ἆρα
Βλ. λ. άρα -
44 ἀρά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀρά
-
45 αρά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αρά
-
46 ἆρα
+ 2-0-1-1-1=5 Gn 18,13; 37,10; Jon 2,5; Jb 27,8; Od 6,5interrogative part. implying anxiety or impatience; ἆρά γε (shall I) then indeed (bear) (each part. retains its force) Gn 18,13; (in exclamations) Jer 4,10 -
47 ἀρά
проклятье; LXX: (אלה), (אָלָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρά
-
48 ἄρα
частица со знач.: 1. логической связи или перехода: итак, таким образом; 2. следствия: следовательно, посему, стало быть; 3. усиления или нетерпения: же, в самом деле; 4. пояснения: а именно; 5. недостоверности, сомнительности: будто, якобы; 6. возможности, вероятности: возможно, как-нибудь; 7. ограничения, оговорки: если только не..., разве что....Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄρα
-
49 ἆρα
вопр. частица: разве, неужели, ли.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἆρα
-
50 άρα
I.alsoII.daher -
51 ἆρα
ли -
52 ἀρά,-ᾶς
+ ἡ N 1 12-2-8-6-3=31 Gn 24,41; 26,28; Nm 5,21(bis).23vow, oath Gn 26,28; invocation of evil Gn 24,41 Cf. HARL 1986a, 67.213; →TWNT -
53 άρα
[ара] σύνδ итак, следовательно. -
54 οὐκ ἄρα
οὐκ ἄρα, Adv.A so not, not then,οὐκ ἄρα σοί γε πατὴρ ἦν.. Πηλεύς Il. 16.33
.II in questions, οὐκ ἄρ' ἔμελλες οὐδὲ θανὼν λήσεσθαι.. χόλου; so not even in death wert thou to forget thine anger? Od.11.553.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐκ ἄρα
-
55 κατ-άρα
κατ-άρα, ἡ, Verwünschung, Fluch; Aesch. Spt. 707; Eur. Hec. 945; in Prosa, Ggstz εὐχή, Plat. Alc. II, 143 b; κατάραι γίγνονται κατά τινος Pol. 24, 8, 7, Bekker κατᾶραι.
-
56 ἐπεὶ ἄρα
ἐπεὶ ἄρα, vrbdt Hom. oft, da nu n; Il. 6, 426; ἐπεὶ ἂρ δή Od. 17, 185.
-
57 ἐπ-ᾱρά
-
58 πάσ(σ)αρα
η корабельная шлюпка -
59 πάσ(σ)αρα
η корабельная шлюпка -
60 Νοώ, άρα υπάρχω
• Я мыслю, следовательно, существуюИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Νοώ, άρα υπάρχω
См. также в других словарях:
ἀρά — ἀρά̱ , ἀρά prayer fem nom/voc/acc dual (ionic) ἀρά̱ , ἀρά prayer fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) ἀρά̱ , ἀρή prayer fem nom/voc/acc dual ἀρά̱ , ἀρή prayer fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.άρα — ἄρα , ἄρα ir̃ indeclform (particle) ἄρα , ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc/acc dual ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἔρᾱ , ἔραμαι love pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅρα — ἄρα , ἄρα ir̃ indeclform (particle) ἄρα , ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc/acc dual ἔρᾱ , ἔρα earth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἔρᾱ , ἔραμαι love pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρά — Ἀρά̱ , Ἀρή fem nom/voc/acc dual Ἀρά̱ , Ἀρή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρα — ir̃ indeclform (particle) ἄρον cuckoo pint neut nom/voc/acc pl ἄρᾱ , ἄρος use neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρᾷ — ἀρά prayer fem dat sg (attic doric ionic aeolic) ἀράομαι pray to pres subj mp 2nd sg ἀράομαι pray to pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀράζω snarl fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀράζω snarl fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀρή… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἆρα — anxiety indeclform (interrog) ἆ̱ρα , αἴρω attach aor ind act 1st sg (doric aeolic) αἴρω attach aor ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρα — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… … Dictionary of Greek
-άρα — μεγεθυντική κατάληξη θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται ετυμολογικά με την υποκοριστική κατάλ. άρι* των ουδ. ουσιαστ. Ειδικότερα, από ονόματα θηλυκά σε άρα της Αρχ. Ελληνικής, π.χ. καμάρα, κινάρα, εσχάρα, σχηματίστηκαν… … Dictionary of Greek
άρα — σύνδ. συμπερ., επομένως, λοιπόν: Δεν ξανάγραψε να του στείλουμε χρήματα, άρα βρήκε δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)