Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

άρα-κατάρα

См. также в других словарях:

  • αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • επαρά — ἐπαρά και ιων. τ. ἐπαρή, η (Α) αρά, κατάρα («θεοὶ δ ἐτέλειον ἐπαράς», Ομ. Ιλ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρά «κατάρα»] …   Dictionary of Greek

  • αλεξιάρης — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηρακλή και της Ήβης, την οποία νυμφεύτηκε ο μυθικός ήρωας όταν ανέβηκε στον ουρανό και έγινε αθάνατος από τους θεούς. Ήταν αδελφός του Ανίκητου, από τους ίδιους γονείς. Ο Α. και ο Ανίκητος ήταν οι μόνοι από τους 50… …   Dictionary of Greek

  • καταριέμαι — και καταργιούμαι και καταρώμαι (AM καταρῶμαι, άομαι) 1. εκφράζω την επιθυμία να πάθει κάποιος κακό, ξεστομίζω κατάρα (α. «μην τόν καταριέσαι γιατί είναι παιδί σου» β. «τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε ὀπίσσω», Ομ. Οδ.) 2. (μτχ. παθ. παρακμ.)… …   Dictionary of Greek

  • παναρά — παναρά, ἡ (ΑΜ) ολική κατάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀρά «κατάρα»] …   Dictionary of Greek

  • Ερινύς — και Ερινύα, η συνήθ. στον πληθ. Ερινύες, οι (Α Ἐρινύς, ἡ; Ἐρινύες, αἱ) καταχθόνιες θεές που τιμωρούσαν κάθε ανόσια πράξη και βασάνιζαν τους άδικους και παράνομους και στην παρούσα ζωή και μετά θάνατο νεοελλ. 1. δύναμη εκδικήτρια, καταστρεπτική… …   Dictionary of Greek

  • κάταρFος — κάταρFος, ον (Α) ο κατάρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀρά «κατάρα» (< ἀρFά)] …   Dictionary of Greek

  • ανάρα — η 1. ρητή εντολή, απαγορευτική εντολή σε απειλή κατάρας (συνήθως σε συνεκφορά με το κατάρα «άφησε ανάρα και κατάρα») 2. απαρέσκεια, απέχθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ουσ. άρα, που είναι το αρχ. ουσ. αρά με αναλογική μετακίνηση του τόνου κατά το… …   Dictionary of Greek

  • φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …   Dictionary of Greek

  • στραβωμάρα — και στραβομάρα, η, Ν 1. το να είναι κανείς τυφλός 2. απερισκεψία, εσφαλμένη ενέργεια 3. κακοτυχία, δυσάρεστη περίπτωση 4. (ως κατάρα) στραβωμάρα να πέσεις να τσακιστείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράβωμα + στραβωμός + κατάλ. άρα (πρβλ. φαγωμ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • клятва — ст. слав. клѩтва κατάρα, ἀρά (Супр.), болг. клетва, сербохорв. кле̑тва проклятие , др. чеш. klatva, kletva проклятие, отлучение от церкви , польск. klątwa. От кляну, клясть …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»