-
1 οισύπη
οἰσύπηthe grease extracted from sheep's wool: fem nom /voc sg (attic epic ionic)——————οἰσύπηthe grease extracted from sheep's wool: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 οἰσύπη
οἰσύπη, ἡ, ion. = οἴσυπος; Hippocr. sagt auch οἰσύπη αἰγός.
-
3 οισυπη
-
4 οἰσύπη
Grammatical information: f. (Hdt. 4, 187, Hp.)Meaning: `the greasy extract of sheep's wool' (Hdt. 4, 187, Hp.); cf. Dsc. below with extensive description of the preparation; after H. = ὁ τῆς οἰὸς ῥύπος).Other forms: οἴσυπος m. (Dsc. 2, 74, Plin., H.); οἶσπαι προβάτων κόπρος, ῥύπος H.; οἴσπη v.l. Hdt. 4, 187, Gal., Suid.Derivatives: οἰσυπ-ίς f. `greasy flock of wool' (Hp.), - ηρός (Ar.), - όεις, - ώδης (Hp.) `greasy, of wool'; - ον = λάδανον (Plin.); οἰσύπειον ἔριον ῥυπαρὸν προβάτων H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Explained as *ὀϜι-σύπη, like the synonymous οἰσπώτη (s. v.), with unclear 2. member. Meaningless suppositions by Prellwitz s. v. and v. Blumenthal Hesychst. 43. - There is clear evidence for the variant οἴσπ-η, but it is difficult to decide whether the υ is secondary or the form without it; cf. Furnée 188 n. 22 on θαλ(υ)π-. In any case the word is most probably Pre-Greek (meaning!). One might also think of a labialized s, oisʷp-.Page in Frisk: 2,370Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > οἰσύπη
-
5 οἰσύπη
A the grease extracted from sheep's wool (οἴσυπος· τὸ ἐκ τῶν οἰσυπηρῶν ἐρίων λίπος Dsc.2.74
, cf. Plin.HN29.10), οἰσύπῃ (v.l. οἴσπῃ, q. v.)προβάτων Hdt.4.187
;οἰσύπη αἰγός Hp.Mul.2.195
; used for medicinal purposes, Dsc. and Plin. ll.cc.: —freq. confused with οἰσπώτη (q. v.). -
6 οἰσύπη
Βλ. λ. οισύπη -
7 οἰσύπῃ
Βλ. λ. οισύπη -
8 οἰσπώτη
Grammatical information: f.Meaning: `greasy dirt of unshorn sheep's wool, esp. on the buttocks', also `sheep droppings' (Cratin., Ar., D.C., Poll.).Other forms: (- ωτή Hdn. Gr. 1, 343, H. as μηλ-, κηρ-ωτή a.o.). Also οἴσπη (v. l. Hdt. 4, 187 [cf. οἰσύπη], Gal.), οἰσπαι προβάτων κόπρος, ῥύπος H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: From *ὀϜι-σπωτη with unclear 2. member. Connection with the stemsyllable in σπατίλη `bowels, diarrhoea' (Meillet MSL 13, 291 f.) a.o. is uncertain, as the semantic function of σπα(τ)- needs explanation (cf. s. v.). Untenable further combinations in Bq and WP. 2, 683. - The word will rather be Pre-Greek; cf. the suffix - ωτ- in ἀσκαλαβώτης; s. further on οἰσύπη.Page in Frisk: 2,368-369Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > οἰσπώτη
-
9 οἴσπη
-
10 οἴσυπος
-
11 жиропот
ο οίσυπος, η οισύπη, η λιπαρή ουσία εκκρινόμενη στο τρίχωμα των προβάτων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жиропот
-
12 οίσπη
οἴσπηsheep-dung: fem nom /voc sg (attic epic ionic)οἰσύπηthe grease extracted from sheep's wool: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
13 οἴσπη
οἴσπηsheep-dung: fem nom /voc sg (attic epic ionic)οἰσύπηthe grease extracted from sheep's wool: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
14 οισύπην
-
15 οἰσύπην
-
16 οισύπης
-
17 οἰσύπης
-
18 οἴσπη
οἴσπη, ἡ,A sheep-dung, esp. the dirt that collects about the hinder parts of sheep or goats, Gal.19.125, Hsch., Suid., v.l. for οἰσύπη in Hdt.4.187. -
19 οἴσυπος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἴσυπος
-
20 ὄϊς
ὄϊςGrammatical information: m. f.Meaning: `sheep' (Il.)Other forms: gen. -ὄϊος, plur. ὄϊες etc. (Hom.); οἶς (Att.), οἰός (also Hom.), οἶες; ὄϜις (Arg.); details on the inflexion Schwyzer 573 η, Chantraine Gramm. hom. 1, 219 w. lit.; in prose ousted by πρόβατον.Compounds: Rare compp. and abl.: οἰο-πόλος `herding sheep' (h. Merc., Pi.), - νόμος `id.' (Delph. IVa, AP, APl.). Dimin. ὀΐδιον (Theognost.); οἴεος `emanating from sheep' (Hdt., Cos), ὀέα μηλωτή; οἰίας (dial. for - έας) τῶν προβάτων τὰ σκεπαστήρια δέρματα H.; also οἶαι διφθέραι, μηλωταί; ὄα μηλωτή H. With lengthened grade(?) ᾤα f. `fleece of sheep' (com., Att. inscr. IVa, Poll., H.).Origin: IE [Indo-European] [784] *h₃eu̯i- `sheep'.Etymology: On οἰσπώτη and οἰσύπη s. vv. Old name of the sheep, to be found in nearly all IE languages, e. g. Skt. ávi-, Luw. ḫawi-, Lat. ovis, Germ., e.g. Goth. awi-str `sheep fold', Lith. avìs, IE *h₃éu̯i-s m. f.; further forms w. very rich lit. in the relative dict., e.g. WP. 1, 167, Pok. 784, W.-Hofmann s. ovis. Acc. ὄϊν = Skt. ávim, gen. ὄϊος = Skt. ávyaḥ. Also οἴεος agrees, prob. only as parallel innovation, with Skt. ávy-aya-(usu. -áya-). -- Besides with transition in the a-decl. Hier.- Hitt. hawa-s; Kronasser Vgl. Laut- und Formenlehre 91, Vorgeschichte und Indogermanistik (Symposion 1959) 121.Page in Frisk: 2,367-368Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄϊς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οἰσύπη — the grease extracted from sheep s wool fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσύπῃ — οἰσύπη the grease extracted from sheep s wool fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οισύπη — η (Α οἰσύπη και οἴσυπος, ὁ) λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το μαλλί, κυρίως τών προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. λ. με α συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεν ο ) και β συνθετικό μία αμάρτυρη λ. *σύπη (πρβλ.… … Dictionary of Greek
οἰσύπην — οἰσύπη the grease extracted from sheep s wool fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰσύπης — οἰσύπη the grease extracted from sheep s wool fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οισυπηρός — οἰσυπηρός, ά, όν (Α) αυτός που είναι γεμάτος από οισύπη, λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύπη «λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το έριο τών προβάτων» + κατάλ. ηρός (πρβλ. λυπ ηρός, τολμ ηρός] … Dictionary of Greek
οισυπώ — οἰσυπῶ, όω (Α) [οισύπη] είμαι γεμάτος οισύπη … Dictionary of Greek
οίσπη — οἴσπη, ἡ (Α) κοπριά και, ιδίως, οι ακαθαρσίες που προσκολλώνται στα οπίσθια τών αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. τής λ. οἰσύπη, ενώ κατ άλλους ο τ. έχει σχηματιστεί με συγκοπή] … Dictionary of Greek
οίσυπον — οἴσυπον, τὸ (Α) [οισύπη] το λαύδανο … Dictionary of Greek
οίσυπος — οἴσυπος, ὁ (Α) βλ. οισύπη … Dictionary of Greek
οισυπίς — οἰσυπίς, ἡ (Α) [οισύπη] τούφα από λιπαρό μαλλί προβάτου … Dictionary of Greek