-
1 ασκαλαβωτης
-
2 ασκαλαβώτης
-
3 ἀσκαλαβώτης
-
4 ἀσκαλαβώτης
ἀσκαλαβώτης, ὁ, dasselbe, Ar. Nubb. 171; Arist. H. A. 12, 29.
-
5 ἀσκαλαβώτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσκαλαβώτης
-
6 ἀσκαλαβώτης
ἀσκάλαβος u. ἀσκαλαβώτης, eine Eidechsenart, die sich mit ihren klebrigen Füßen überall anhalten kann -
7 ασκάλαβος
ασκάλαβώτης ο зоол, ящерица пятнистая -
8 ασκαλαβώτας
ἀσκαλαβώτᾱς, ἀσκαλαβώτηςspotted lizard: masc acc plἀσκαλαβώτᾱς, ἀσκαλαβώτηςspotted lizard: masc nom sg (epic doric aeolic) -
9 ἀσκαλαβώτας
ἀσκαλαβώτᾱς, ἀσκαλαβώτηςspotted lizard: masc acc plἀσκαλαβώτᾱς, ἀσκαλαβώτηςspotted lizard: masc nom sg (epic doric aeolic) -
10 ascalabotes
ascalabōtēs, ae, m. (ἀσκαλαβώτης), eine Art Eidechsen, rein lat. stellio gen. (Lacerta Gecko, L.), Plin. 29, 90.
-
11 stellio
stēllio (stēlio), ōnis, m. (stella), griech. ἀσκαλαβώτης, die Sterneidechse, eine Eidechsenart mit schimmernden Flecken auf dem Rücken, die wie Sterne aussehen (Lacerto gecko, L.), Verg., Plin. u.a.: appell. v. einer ränkevollen Person, Apul. met. 5, 30. – / Über die Schreibart stelio s. Lachmann Lucr. p. 33. – Caper 107, 2 will stello.
-
12 σκαλαβώτης
σκαλαβώτης, ὁ, sp. Form für ἀσκαλαβώτης, vgl. Mein. Meandr. p. 69.
-
13 κωλώτης
κωλώτης, ὁ, Eidechse, = ἀσκαλαβώτης, VLL. Bei Arist. H. A. 9, 1 schreibt Bekker κωλωτής.
-
14 καλαβώτης
καλαβώτης, ὁ, = ἀσκαλαβώτης, LXX.
-
15 ασκαλαβωτών
-
16 ἀσκαλαβωτῶν
-
17 ασκαλαβώται
-
18 ἀσκαλαβῶται
-
19 ασκαλαβώταις
-
20 ἀσκαλαβώταις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ασκαλαβώτης — ἀσκαλαβώτης, ο (Α) η κατάστικτη σαύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο παρεκτεταμένος τ. ασκαλαβώτης θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί παράγωγο του ασκάλαβος (πρβλ. γαλεώτης: γαλεός), αν δεν μαρτυρείτο σε προγενέστερη από αυτό περίοδο. Πρόκειται για λέξεις άγνωστης ετυμολ … Dictionary of Greek
ἀσκαλαβώτης — spotted lizard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβωτῶν — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβῶται — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβώταις — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβώτην — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβώτου — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκαλαβώτῃ — ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλαβώτης — ὁ, Α πιθ. κατάστικτη σαύρα, ασκαλαβώτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀσκαλαβώτης «κατάστικτη σαύρα», με σίγηση τού αρκτικού άτονου α ] … Dictionary of Greek
ἀσκαλαβώτας — ἀσκαλαβώτᾱς , ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc acc pl ἀσκαλαβώτᾱς , ἀσκαλαβώτης spotted lizard masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SAMIAMINTOS — Σαμιάμιντος Graecis recentioribus, antiquis ἀσκαλαβώτης, lacerti genus est in muris reprans et captans muscas, variis stellarum guttis, de quo vide quae supra diximus, in voce Ascalabotes seu Ascalaphus … Hofmann J. Lexicon universale