Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἰσυπώδης

См. также в других словарях:

  • οισυπώδης — οἰσυπώδης, ῶδες (Α) [οισύπη] (για το μαλλί τοὺ προβάτου) οισυπηρός* …   Dictionary of Greek

  • οἰσυπωδέστατα — οἰσυπώδης greasy adverbial superl οἰσυπώδης greasy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰσυπώδεα — οἰσυπώδης greasy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) οἰσυπώδης greasy masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οισυπόεις — οἰσυπόεις, εσσα, εν (Α) οισυπώδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύπη «λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το έριο τών προβάτων» + κατάλ. όεις (πρβλ. καμπυλ όεις, μηχαν όεις)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»