Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἰνοπέδοιο

См. также в других словарях:

  • οἰνοπέδοιο — οἰνόπεδον with soil fit to produce wine neut gen sg (epic) οἰνόπεδος with soil fit to produce wine masc/fem/neut gen sg (epic) οἰνόπεδος with soil fit to produce wine neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερπύζω — (AM ἑρπύζω) [έρπω] έρπω* μσν. σκύβω το κεφάλι, ταπεινώνομαι, φέρομαι χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς αρχ. 1. (για ανθρώπους υπερβολικά θλιμμένους ή μεγάλης ηλικίας ή για παιδιά ή για τετράποδα) βαδίζω σέρνοντας τα πόδια, σέρνομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»