-
1 οἰνόπεδος
A with soil fit to produce wine, abounding in wine,ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο Od.1.193
, cf. 11.193 ; productive of wine, - πέδῃσι φυτηκομίῃσι μεμηλώς Opp.l.c.II Subst. [suff] οἰνό-πεδον, τό, vineyard,τέμενος.., τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο Il.9.579
, cf. Thgn.892, Theoc.24.130, Plu.2.604c, prob. for οἰκ- in SIG1000.8 ([place name] Cos):—also [suff] οἰνο-πέδη, ἡ, AP11.409 (Gaet.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνόπεδος
-
2 οἰνόπεδος
οἰνό - πεδος ( πέδον): consisting of wine-land, wine-yielding; subst., οἰνόπεδον, vineyard, Il. 9.579.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > οἰνόπεδος
См. также в других словарях:
οινόπεδος — οινόπεδος, ον (ΑΜ, Α θηλ. και έδη) αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο αρχ. 1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο 2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον αμπελοφόρος γη,… … Dictionary of Greek