-
41 οἰμωγᾷ
-
42 οιμωγής
-
43 οἰμωγῆς
-
44 οιμωγήσι
-
45 οἰμωγῇσι
-
46 οιμωγαίς
-
47 οἰμωγαῖς
-
48 οιμωγαί
-
49 οἰμωγαί
-
50 οιμωγών
-
51 οἰμωγῶν
-
52 οιμωγάν
-
53 οἰμωγάν
-
54 οιμωγάς
-
55 οἰμωγάς
-
56 οιμωγήν
-
57 οἰμωγήν
-
58 βυσσόθεν
βυσσόθεν, Adv.A from the bottom of the sea, S.Ant. 590; of a river, Call.Del. 127;κινήσασα β. γνώμην Babr.95.49
, cf. Eratosth.Fr.36.4: metaph., fundamentally, Plot.6.5.12; from the depths of the heart,β. οἰμωγή Opp.H.4.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυσσόθεν
-
59 διαφοιτάω
Aζαφοίταισ' Sapph.Supp.25.15
:—wander, roam, l.c., Hdt.1.60; go backwards and forw ards, ib. 186; of hounds on the scent, X.Cyn.3.3;δ. διὰ τῆς χώρας Ar.Av. 557
; ἀν' ἐρῆμον δρίος prob. in Lyr.Alex.Adesp.7.2;δ. τῆς Ἰταλίας Plu.Caes.33
: c. acc.,διαφοιτῶντες [τὸ ζεῦγμα] Philostr.Im.2.17
;οἰμωγὴ δ. τὸν στρατόν Id.Her.19.12
; of a report, spread,εἰς Πώμην Plu.Fab.8
, cf. Luc.Alex.7, Hdn.1.4.8, etc.II permeate, ψυχὴ διαπεφοιτηκυῖα (sc. σώματος) Plot.1.1.4, cf. M.Ant.8.54; [δημιουργὸς] τῆς ὅλης [τῆς ὕλης] διαπεφοιτηκώς Gal.4.561
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφοιτάω
-
60 διαχράομαι
Aδιαχρησεῖται Theoc.15.54
.I Dep., c. dat. rei, use constantly or habitually, chiefly in Hdt.,τῇ αὐτῇ γλώσσῃ 1.58
;τῷ αὐτῷ τρόπῳ 2.127
;οὐκ οἴνῳ διαχρέωνται 1.71
, cf. 2.77;ἐσθῆτι φοινηκηΐῃ 4.43
; τῇ ἀληθείῃ δ. speak the truth, 3.72;οἰμωγῇ ἀφθόνῳ 3.66
, cf. 6.58;ἀρετῇ 7.102
;ἀγνωμοσύνῃ 6.10
;ἀναιδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ 7.210
;νόμοις τοῖς προτέροισιν Ar.Ec. 609
; λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ δ. use hunger as a sauce, X.Cyr.1.5.12.b of passive states, meet with, suffer under, συμφορῇ μεγάλῃ, τοιούτῳ μόρῳ, Hdt. 3.117, 1.167;αὐχμῷ δ. Id.2.13
.2 treat, handle,ἀνομώτατα Str. 6.1.8
: c. acc., destroy, kill, Hdt.1.24, 110, Antipho1.23, Th.3.36, etc.II [voice] Pass., to be lent out to different persons, v. διακίχρημι.2 to be killed, D.L.1.102.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαχράομαι
См. также в других словарях:
οἰμωγή — wailing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιμωγή — η (ΑΜ οἰμωγή) [οιμώζω] θρηνητική κραυγή, οδυρμός, ολοφυρμός («ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγρὰς», Σοφ.) … Dictionary of Greek
οἰμωγῇ — οἰμώσσω aor subj pass 3rd sg οἰμωγή wailing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγῆι — οἰμωγῇ , οἰμώσσω aor subj pass 3rd sg οἰμωγῇ , οἰμωγή wailing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγαῖς — οἰμωγή wailing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγαί — οἰμωγή wailing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγᾷ — οἰμωγή wailing fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγῆς — οἰμωγή wailing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγήν — οἰμωγή wailing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγῶν — οἰμωγή wailing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγά — οἰμωγά̱ , οἰμωγή wailing fem nom/voc/acc dual οἰμωγά̱ , οἰμωγή wailing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)