-
1 οἰμωγή
οἰμωγή, ἡ, das Wehklagen, Jammern; ἔνϑα δ' ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων, Il. 4, 450. 8, 64; mit κωκυτός verbunden, 22, 409. 447; mit στοναχή, 24, 696; auch οἰμωγὴ δὲ δέδηε, die Klage ist entbrannt, Od. 20, 353; οἰμωγὴ κατεῖχε ἅλα, Aesch. Pers. 418; ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς πικράς, Soph. Ai. 310, öfter; neben στεναγμός, Eur. Heracl. 833; Ar. Pax 1243; in Prosa, καὶ στόνος, Thuc. 7, 71; Xen. Hell. 2, 2, 2 u. Sp., wie Hdn. 7, 9, 19; Luc. u. Plut. oft.
-
2 οιμωγή
-
3 οἰμωγῇ
-
4 οιμωγή
-
5 οἰμωγή
-
6 οἰμωγή
οἰμωγή, ἡ, das Wehklagen, Jammern; οἰμωγὴ δὲ δέδηε, die Klage ist entbrannt -
7 οιμωγη
дор. οἰμωγά ἥ жалобный крик, громкие жалобы, вопль(οἰ. καὴ εὐχωλή Hom.; οἰ. καὴ στόνος Thuc.)
-
8 οἰμωγή
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > οἰμωγή
-
9 οἰμωγή
οἰμ-ωγή, ἡ,A wailing, lamentation,κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Il.22.409
;οἰ. τεστοναχῇ τε 24.696
;ἅμ' οἰ. τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 4.450
, quoted by Ar. Pax 1276 ;οἰμωγῇ διαχρέεσθαι Hdt.3.66
, cf. 8.99 ;οἰμωγὴ.. ὁμοῦ κωκύμασιν A.Pers. 426
;πικρᾶς οἰ. S.Ph. 190
(lyr.) ;ἐξῴμωξεν οἰ. λυγράς Id.Aj. 317
;στεναγμὸν οἰμωγήν θ' ὁμοῦ E.Heracl. 833
;οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ Th.7.71
;ἡ οἰ. ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν X.HG2.2.3
; cf. τήκω. -
10 οἰμωγή
-ῆς ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 3 Mc 6,32 -
11 οιμωγή
el gemec -
12 οιμωγήι
-
13 οἰμωγῆι
-
14 οιμωγα
-
15 οιμωγμα
-
16 οιμωγμος
-
17 οιμωγά
οἰμωγά̱, οἰμωγήwailing: fem nom /voc /acc dualοἰμωγά̱, οἰμωγήwailing: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
18 οἰμωγά
οἰμωγά̱, οἰμωγήwailing: fem nom /voc /acc dualοἰμωγά̱, οἰμωγήwailing: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
19 στόνος
στόνος, ὁ, das Stöhnen, Seufzen; Ἔρις ὀφέλλουσα στόνον ἀνδρῶν, Il. 4, 145; στόνος ὤρνυτ' ἀεικής, 10, 483, u. öfter; στόνον οἶον ἄκουον κτεινομένων, Od. 23, 40; διήκει δὲ καὶ πόλιν στόνος, Aesch. Spt. 882, vgl. 132; Soph. Phil. 742 u. öfter; auch vom Brausen des Meeres, der Brandung, Ant. 588; u. in Prosa, neben οἰμωγή, Thuc. 7, 71.
-
20 στοναχή
στοναχή, ἡ, wie στόνος, das Gestöhne; τῶν δὲ στοναχὴ κατὰ δώματ' ὀρώρει, Il. 14, 512; neben οἰμωγή, 24, 696; auch im plur., ἔμελλεν αὐτοῖς ἐπιϑήσειν ἄλγεά τε στοναχάς τε, 2, 39; vgl. δάκρυσι καὶ στοναχῇσι καὶ ἄλγεσι ϑυμὸν ἐρέχϑων, Od. 5, 83, u. öfter, wie Pind. N. 10, 75; στοναχὰς ἔχομεν, wir haben zu klagen, Soph. Ai. 202; ἀχόρους στοναχὰς μέλποντο, Eur. Andr. 1038, u. öfter.
См. также в других словарях:
οἰμωγή — wailing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιμωγή — η (ΑΜ οἰμωγή) [οιμώζω] θρηνητική κραυγή, οδυρμός, ολοφυρμός («ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγρὰς», Σοφ.) … Dictionary of Greek
οἰμωγῇ — οἰμώσσω aor subj pass 3rd sg οἰμωγή wailing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγῆι — οἰμωγῇ , οἰμώσσω aor subj pass 3rd sg οἰμωγῇ , οἰμωγή wailing fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγαῖς — οἰμωγή wailing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγαί — οἰμωγή wailing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγᾷ — οἰμωγή wailing fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγῆς — οἰμωγή wailing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγήν — οἰμωγή wailing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγῶν — οἰμωγή wailing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰμωγά — οἰμωγά̱ , οἰμωγή wailing fem nom/voc/acc dual οἰμωγά̱ , οἰμωγή wailing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)