Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἰκό-σῑτος

См. также в других словарях:

  • ομφαλόσιτος — ο ιατρ. εμβρυϊκός οργανισμός με βαρύτατες διαμαρτίες διαπλάσεως, ο οποίος ζει μέσω τής κυκλοφορίας τού ομφάλιου λώρου ως παράσιτο ενός δίδυμου υγιούς εμβρύου και που πεθαίνει μετά τη διατομή τού λώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + σιτος (< σίτος),… …   Dictionary of Greek

  • οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό …   Dictionary of Greek

  • πυροφθόρος — ον, Α αυτός που φθείρει, που καταστρέφει το σιτάρι («πυροφθόρος νοῡσος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, οικο φθόρος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»