-
1 οἰκό-σῑτος
οἰκό-σῑτος, zu Hause essend, bleibend, Luc. somn. 1, vgl. Sacrif. 9, für sich allein, ohne viele Gäste essend, auf eigene Kosten essend, lebend; übh. der Etwas umsonst thut, vgl. Ath. VI, 247 f, ὁ μὴ μισϑοῦ, ἀλλὰ προῖκα τῇ πόλει ὑπηρετῶν, wo aus Men. angeführt wird μὴ συνάγειν γυναῖκας μηδὲ δειπνίζειν ὄχλον, ἀλλὰ οἰκοσίτους τοὺς γάμους πεποιηκέναι.
-
2 οἰκόσῑτος
οἰκό-σῑτος, zu Hause essend, bleibend; für sich allein, ohne viele Gäste essend, auf eigene Kosten essend, lebend; übh. der etwas umsonst tut
См. также в других словарях:
ομφαλόσιτος — ο ιατρ. εμβρυϊκός οργανισμός με βαρύτατες διαμαρτίες διαπλάσεως, ο οποίος ζει μέσω τής κυκλοφορίας τού ομφάλιου λώρου ως παράσιτο ενός δίδυμου υγιούς εμβρύου και που πεθαίνει μετά τη διατομή τού λώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + σιτος (< σίτος),… … Dictionary of Greek
οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό … Dictionary of Greek
πυροφθόρος — ον, Α αυτός που φθείρει, που καταστρέφει το σιτάρι («πυροφθόρος νοῡσος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, οικο φθόρος] … Dictionary of Greek