Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

οἰκουρήματα

См. также в других словарях:

  • οἰκουρήμαθ' — οἰκουρήματα , οἰκούρημα the watch neut nom/voc/acc pl οἰκουρήματι , οἰκούρημα the watch neut dat sg οἰκουρήματε , οἰκούρημα the watch neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικούρημα — οἰκούρημα, τὸ (Α) [οικουρώ] 1. η φύλαξη τού σπιτιού («πικρὸν τόδ οἰκούρημα δεσπόταις ἐμοῑς», Ευρ.) 2. η διαμονή στο σπίτι, η οικουρία 3. φρ. «φθείρω οἰκουρήματα» διαφθείρω τις γυναίκες που μένουν στο σπίτι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»