-
1 οικογενές
οἰκογενήςborn in the house: masc /fem voc sgοἰκογενήςborn in the house: neut nom /voc /acc sg -
2 οἰκογενές
οἰκογενήςborn in the house: masc /fem voc sgοἰκογενήςborn in the house: neut nom /voc /acc sg -
3 οἰκόθρεπτος
οἰκό-θρεπτος, ον,A homebred, Phot. s.v. οἰκογενές.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκόθρεπτος
См. также в других словарях:
οἰκογενές — οἰκογενής born in the house masc/fem voc sg οἰκογενής born in the house neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek