-
1 οἰκόθρεπτος
οἰκό-θρεπτος, ον,A homebred, Phot. s.v. οἰκογενές.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκόθρεπτος
См. также в других словарях:
θεόθρεπτος — θεόθρεπτος, ον (Α) θεοθρέμμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θρεπτος (< τρέφω), πρβλ. ελαιό θρεπτος, οικό θρεπτος] … Dictionary of Greek
τεκνόθρεπτος — ὁ, Α θετός γιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + θρεπτος (< τρέφω), πρβλ. οἰκό θρεπτος] … Dictionary of Greek