Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἰκιστής

См. также в других словарях:

  • οἰκιστής — colonizer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικιστής — ο (Α οἰκιστής) [οικίζω] αυτός που οικίζει έναν τόπο με εποίκους, ιδρυτής πόλεως ή αποικίας αρχ. 1. αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία πόλη 2. στον πληθ. οἱ οἰκισταί (στη Ρώμη) οι τρεις άρχοντες, η τριανδρία που επιστατούσαν σε… …   Dictionary of Greek

  • οικιστής — ο αυτός που ιδρύει πόλη ή αποικία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οἰκισταῖς — οἰκιστής colonizer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκισταί — οἰκιστής colonizer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστοῦ — οἰκιστής colonizer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστῇ — οἰκιστής colonizer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστέων — οἰκιστής colonizer masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστήν — οἰκιστής colonizer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστῶν — οἰκιστής colonizer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκιστά — οἰκιστά̱ , οἰκιστής colonizer masc nom/voc/acc dual οἰκιστής colonizer masc voc sg οἰκιστής colonizer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»