Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἰκετεία

См. также в других словарях:

  • οἰκετεία — οἰκετείᾱ , οἰκετεία household of slaves fem nom/voc/acc dual οἰκετείᾱ , οἰκετεία household of slaves fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικετεία — οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) [οικέτης] 1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῑοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», Στράβ.) 2. καταναγκαστική εργασία,… …   Dictionary of Greek

  • οἰκετείας — οἰκετείᾱς , οἰκετεία household of slaves fem acc pl οἰκετείᾱς , οἰκετεία household of slaves fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκετείαν — οἰκετείᾱν , οἰκετεία household of slaves fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκετείαις — οἰκετεία household of slaves fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικετία — οἰκετία, ἡ (Α) βλ. οικετεία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»