-
1 ανεπιγραφος
-
2 αυτανδρος
-
3 διασειω
1) сильно встряхивать, трясти(τὰ ἱμάτια Arst.; τέν κεφαλήν Plut.)
2) размахивать(τῇ οὐρᾷ Xen.; τοῖν χεροῖν Arst.)
3) сотрясать, расшатывать(τὸ γόμφωμα Plut.)
αἱ οἰκίαι διεσείσθησαν Diod. — дома пришли в ветхость4) потрясать, смущать, волновать(τὰ Ἀθηναίων φρονήματα Her.; τοὺς ἀκούοντας Polyb.)
τὰ παρόντα διασεῖσαι Plut. — совершить переворот в (существующем) положении дел5) притеснять, обижать(τινά NT.)
-
4 επαλξις
1) крепостные зубцы, зубчатая стена Hom., Aesch., Eur., Arph., Plut.αἱ οἰκίαι ἐπάλξεις ἔχουσαι или λαμβάνουσαι Thuc. — дома с зубчатыми стенами
2) защита, оплот, твердыня(πλούτου Aesch.; σωτηρίας Eur.)
-
5 επισταθμευω
1) быть размещенным на постой, быть расквартированным, размещаться(τινί Plut.)
2) pass. быть отведенным для постоя(οἰκίαι ἐπισταθμευόμεναι Plut.)
3) перен. занимать, наполнять, утомлять -
6 ευρυς
εὐρεῖα (ион. εὐρέα), εὐρύ1) широкий(κόλπος Hom.; τάφρος Her.; πόρος Plat., Arst.)
2) толстый(τεῖχος Hom.)
3) обширный(οὐρανός Hom.; στρατός Hom., Hes.; ποντος Hom., Soph.; νῆσος Anth.)
4) просторный(κόθορνοι Her.; οἰκίαι Xen.)
5) широко распространяющийся(κλέος φόνου Hom.)
6) далеко идущий(ἐλπίδες Anth.)
-
7 καλαμινος
31) тростниковый, камышовый(οἰκίαι, τόξα Her.)
τὸ καλάμινον πῦρ Arst. — огонь горящего камыша2) бамбуковый(πλοῖα Her.)
καλάμου ἓν γόνυ πλοῖον ἕκαστον ποιέεται Her. — каждая лодка делается из одного (лишь) колена бамбука -
8 καλαμος
(κᾰ) ὅ1) тж. собир. камыш, тростник(καλάμου εἶχον τὰς ὀροφὰς αἱ οἰκίαι Her.; οἱ κάλαμοι οἱ πεφυκότες ἐν ταῖς λίμναις Arst.; κ. ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενος NT.; στεφανωσάμενος καλάμῳ λευκῷ Arph.)
2) тростниковая тычина(κάλαμοι, ἐν οἷς ἱστᾶσι τὰς ἀμπέλους Arst.)
3) тростниковая свирель, цевница(Πανός Eur.)
5) тростниковая палочка для письма, перо6) тростниковая цыновка7) стебель, солома(τοῦ σίτου Xen.)
8) ( на ткани) полоска(κάλαμοι χρύσεοι Anth.)
πήχεις, т.е. ок. 3.1 метра (μετρῆσαι τέν πόλιν τῷ καλάμῳ NT.) -
9 μισθωτος
I31) нанятый, наемный(ἐπίκουροι Plat.)
2) арендованный(οἰκίαι Xen.)
IIὅ1) наемный слуга, работник Plat., NT.2) наемный воин, наемник Her., Thuc.3) наймит, агент(Φιλίππου Dem.)
-
10 ξυλινος
-
11 ξυνοικια
I.ἥ1) совместная жизньξυνοικίαν τινὸς δέχεσθαι Aesch. — соглашаться обитать вместе с кем-л.
2) поселение, община, общество Plat.αἱ κατὰ τέν χώραν συνοικίαι Polyb. — сельские поселения, деревни
3) жилище, дом Luc.4) дом с наемными квартирами Thuc., Xen., Isae., Aeschin.5) pl. соседние местности, окрестности Plut.6) пристройка Arph., Aeschin.7) соседний дом(αἱ οἰκίαι καὴ ξυνοικίαι Thuc.)
II.τά (sc. ἱερά) синэкии (афинский праздник, справлявшийся ежегодно 17-го боэдромиона в память политического объединения атт. общин Тесеем) Thuc. -
12 περιειμι
I[εἰμί] (inf. περιεῖναι, impf. περιῆν, fut. περιέσομαι)1) находиться вокруг, окружатьχωρίον, ᾦ κύκλῳ τειχίον περιῆν Thuc. — место, обнесенное вокруг оградой
2) иметь преимущество, превосходитьπερὴ φρένας ἔμμεναι ἄλλων Hom. — разумом превосходить других;
σοφίᾳ π. τῶν Ἑλλήνων Plat. — превосходить мудростью (всех) греков;ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι Thuc. — сражаться, имея (на своей стороне) преимущество;ἐκ τοῦ περιόντος Dem. — из чувства превосходства, из гордости (ср. 4)3) уцелевать, оставаться невредимым или в живыхαἱρέεται περιεῖναι Her. — (Гигес) предпочел остаться в живых;
ἑλόμενοι τέν Ἑλλάδα περιεῖναι ἑλευθέρην Her. — решив, что Эллада должна сохраниться свободной;τῇ ἑωυτοῦ μοίρῃ π. Her. — пережить свою судьбу, т.е. спастись от смерти;οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὴ πεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν Thuc. — большинство домов рухнуло и лишь немногие уцелели;τὸ περιόν (тж. pl.) Thuc., Plat. — уцелевшая часть, остатки;ἥ περιοῦσα κατασκευή Thuc. — уцелевшая часть имущества4) оставаться, быть в избыткеτὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως Dem. — денежный остаток за вычетом расходов;
ἐκ τοῦ περιόντος εἰς εὐπρέπειαν Luc. — от избытка (и) для украшения (ср. 2)5) оказываться в результатеπερίεστι τοίνυν ἡμῖν ἀλλήλοις ἐρίζειν Dem. — получилось то, что мы друг с другом ссоримся
II[εἶμι] (inf. περιϊέναι, impf. περιῄειν, fut. περίειμι)1) обходить(τὸν νηὸν κύκλῳ Her.; τέν Ἑλλάδα Xen.)
π. κατὰ τὰς κώμας Plat. и κατ΄ ἀγρούς Lys. — ходить по деревням;κύκλῳ π. τέν σελήνην Plat. — двигаться вокруг луны;π. κατὰ νώτου τινί Thuc. — заходить в тыл кому-л.2) ( о времени) проходить, протекатьὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἑς τωὐτὸ περιϊών Her. — круговорот времен года, совершающийся в одно и то же время ( благодаря високосным месяцам и дням);
χρόνου περιϊόντος Her. — по прошествии (некоторого) времени;περιόντι (= περιϊόντι) τῷ θέρει Thuc. — с наступлением лета3) переходить по наследству, доставаться(ἥ ἀρχέ περίεισι ἔς τινα Her.)
-
13 περισταυροω
окружать частоколом, огораживать(τι δένδροις Thuc.; αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο σταυροῖς Xen.)
στρατοπεδευσάμενοι καὴ περισταυρωσάμενοι Xen. — расположившись лагерем и окружив себя частоколом -
14 σκηναω
σκηνέω и σκηνόω тж. med.1) раскидывать шатер, разбивать палатки, располагаться лагерем(κατὰ τὰς κώμας, ἐν τῷ ὄρει Xen.)
2) отправляться на стоянку(εἰς τὰς κώμας Xen.)
3) располагаться, селиться(οἰκίαι, ἐν αἷς ἐσκήνησαν Thuc.; σκηνᾶσθαι παρὰ τὸν ποταμόν Plat.)
πόρρω ἐσκήνηται τοῦ θανάσιμος εἶναι Plat. — это далеко не смертельно4) сколачивать, строить(καλύβην Thuc.)
5) собираться для трапезы, есть, обедатьσ. οἴκοι Xen. — обедать в семейном кругу
6) пироватьοἱ σκηνοῦντες Xen. — пирующие, сотрапезники
7) заселять -
15 συνοικια
I.ἥ1) совместная жизньξυνοικίαν τινὸς δέχεσθαι Aesch. — соглашаться обитать вместе с кем-л.
2) поселение, община, общество Plat.αἱ κατὰ τέν χώραν συνοικίαι Polyb. — сельские поселения, деревни
3) жилище, дом Luc.4) дом с наемными квартирами Thuc., Xen., Isae., Aeschin.5) pl. соседние местности, окрестности Plut.6) пристройка Arph., Aeschin.7) соседний дом(αἱ οἰκίαι καὴ ξυνοικίαι Thuc.)
II.τά (sc. ἱερά) синэкии (афинский праздник, справлявшийся ежегодно 17-го боэдромиона в память политического объединения атт. общин Тесеем) Thuc. -
16 υπερηφανος
См. также в других словарях:
οἰκίαι — οἰκία building fem nom/voc pl οἰκίᾱͅ , οἰκία building fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκί' — οἰκίαι , οἰκία building fem nom/voc pl οἰκίᾱͅ , οἰκία building fem dat sg (attic doric aeolic) οἰκία , οἰκίον house neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκίᾳ — οἰκίαι , οἰκία building fem nom/voc pl οἰκίᾱͅ , οἰκία building fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SIPHNOS — quae et Merope, teste Stephan. seu Meropia et Acis, teste Pliniô, l. 4. c. 14. Sifano Sophiano, insula maris Aegaei, una Cycladum, inter Melon ad Austrum, et Dolon ad Arctos. Siphnum (inquit vir magnus Phoen. col. l. 1. c. 14.) cetera miseram… … Hofmann J. Lexicon universale
έπαυλη — Τόπος αναψυχής μακριά από την τακτική κατοικία. Η έ. παρουσιάζεται στους προελληνικούς πολιτισμούς (θερινές κατοικίες στην Αίγυπτο, στη μινωική Κρήτη κ.α.), όχι όμως και στον δημοκρατικό ελληνικό κόσμο. Ακόμα και στη δημοκρατική Ρώμη δεν υπάρχουν … Dictionary of Greek
επισταθμεύω — (AM ἐπισταθμεύω) [σταθμεύω] 1. σταθμεύω, καταλύω σ’ έναν τόπο 2. καταλύω κατά τη διάρκεια πορείας («τοὺς οἴκους ἐξέτριψεν ὕβρει καὶ πλεονεξίᾳ τῶν ἐπισταθμευόντων», Πλούτ.) αρχ. 1. προσφέρω κατάλυμα και τροφή 2. παθ. ἐπισταθμεύομαι χρησιμοποιούμαι … Dictionary of Greek
κατάγειος — κατάγειος, ιων. τ. κατάγαιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τη γη, ο υπόγειος («αἱ δ οἰκίαι ἦσαν κατάγειοι», Ξεν.) 2. αυτός που βρίσκεται πάνω στο έδαφος, ο επίγειος («στρουθοὶ κατάγαιοι» πτηνά που τρέχουν πάνω στο έδαφος, οι… … Dictionary of Greek
νεηλιφής — νεηλιφής, ές (Α) αυτός που αλείφθηκε πρόσφατα («νεηλιφεῑς οἰκίαι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ηλιφής (< αλιφ , μηδενισμένη βαθμίδα τού ἀλείφω), πρβλ. μιλτ ηλιφής. Το η τού τ. (αντί αλειφής) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής… … Dictionary of Greek
περικλώ — άω, Α 1. λυγίζω κάτι συστρέφοντάς το και τό σπάζω («τοὺς βραχίονας καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς ἀγκῶνας περιέκλων», ΠΔ) 2. σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τῷ κράνει περικλᾱν τὸ ξίφος», Πλούτ.) 3. (ιδίως για τον άνεμο που στρέφει τις φλόγες εδώ κι εκεί)… … Dictionary of Greek
τριήρης — Πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων. Είχε 3 υπερκείμενες σειρές κουπιά και επίσης 2 ιστία και 2 πανιά και κύριο όπλο της ήταν το έμβολο, κάτω από την πλώρη. Η πρώτη τ. φαίνεται πως κατασκευάστηκε στην Κόρινθο κατά το τέλος του 8ου αι. π.Χ. και από … Dictionary of Greek
φορητός — ή, ό / φορητός, ή, όν, ΝΑ, θηλ. και ος Α [φορῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μεταφέρει ή να τόν μετατοπίσει (α. «φορητή συσκευή» β. «φορηταὶ οἰκίαι», Φίλ.) αρχ. 1. αυτός που μετακινείται (α. «κυμάτεσσι φορητά», Πίνδ. β. «ἄστρα φορητά» οι… … Dictionary of Greek