1 αυτανδρος
(ναῦς Polyb.; οἰκίαι Plut.; ἅμαξα Luc.; Περσὴς ὀλλυμένη Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > αυτανδρος
ίσανδρος — ἴσανδρος, ον (Α) ίσος ή όμοιος με άνδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. αύτ ανδρος, πολύ ανδρος] … Dictionary of Greek