-
1 ούλτρα
1. επίρρ. чересчур; ультра;2. (ο) ультра -
2 ультра
-
3 ультра
ультранескл. полит ὁ ὁὔλτρα, ὁ ἄκ-ρως. -
4 ультра
ουδ. άκλ. ο εξτρεμιστής, ο ούλτρα.
См. также в других словарях:
ούλτρα- — πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό την έννοια τής υπερβολής, π.χ. ουλτραμικροσκόπιο, ουλτραμοντέρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ultra «πέραν, υπέρ» (πρβλ. γαλλ. ultrachic, αγγλ. ultrasmart κ.λπ.)] … Dictionary of Greek