-
81 ἔλλοψ
ἔλλοψ, οπος, adi. = ἐλλός, Hes. Sc. 212; auch als subst., der Fisch; vgl. Plut. Sympos. 8, 8, 1. So Nic. Al. 481; Lycophr. 598. Bes. ein geschätzter Meerfisch, Schwertfisch od. Stör, Arist. H. A. 2, 13. 15; Ath. VII, 249 s. – Auch ἔλοψ geschrieben, Matro bei Ath. IV, 136 a; Epicharm. ibd. VII, 282 d; Nic. Th. 490.
-
82 ὕδρωψ
-
83 ἦνοψ
ἦνοψ, οπος, Il. 16, 408. 18, 349 Od. 10, 360 in der Vrbdg ἤνοπι χαλκῷ, οὐρανὸς ἦνοψ poet. bei Suid. v. ἔνδιος, nach Einigen funkelnd, für ἄν-οψ, was man vor Glanz nicht ansehen kann, oder mit ἔνοπτρον zusammenhangend, spiegelblank; unwahrscheinlicher von ὄψ abgeleitet, ἔνηχος, helltönend, womit das von Suid. erwähnte ἤνοπα πυρὸν ἔδουσιν nicht zu vereinigen ist. Vgl. νῶροψ.
-
84 αιθιοψ
-
85 αιθοψ
-
86 αργινεφης
-
87 διοπος
ὅ осуществляющий надзор, т.е. предводитель, начальник(δίοποι βασιλῆς Aesch. и βασιλικοί Plut.; δίοποι στρατιᾶς Eur.)
-
88 δρυοψ
-
89 Δρυοψ
-
90 εξοπιζω
-
91 εποψ
- οπος ὅ удод ( Upupa epops) Arph., Arst., Theocr. -
92 ημιοπος
21) имеющий (лишь) половину отверстийἡ. αὐλός Anacr. — свирель с тремя отверстиями ( вместо обычных шести)
2) неполный, маленький Aesch. -
93 ηνοψ
-
94 ιλλοψ
- οπος adj. немой(Plut.; вымышленное слово, якобы объясняющее происхождение ἔλλοψ у Hes.)
-
95 καλαυροψ
-
96 Κεκροψ
- οπος ὅ Кекроп (легендарный герой пеласгов, по преданию, первый царь Аттики, основатель Афин, отец Эрисихтона) Her., Thuc., Plat. -
97 κλωψ
οπός ὅ вор, похититель Her., Eur., Xen., Plut. -
98 κολλοψ
- οπος ὅ1) колок ( для натягивания струны)κόλλοπα ὀργῆς ἀνεῖναι Arph. — смягчать гнев2) рукоятка, ручка (sc. τοῦ κύκλου Arst.)3) загривок (кожное утолщение на шее быков и свиней, употр. в кулинарии) Arph. -
99 Μεροψ
- οπος ὅ Мероп1) вещий царь Перкоты Hom.2) миф. царь о-ва Кос Eur.3) миф. царь Эфиопии, жена которого, Климена, родила Фаэтонта от Гелиоса Eur. -
100 μηλωψ
μήλοπα καρπὸν ἀλετρεύειν Hom. — молоть золотистый плод, т.е. хлебные зерна
См. также в других словарях:
οπός — ο (ΑΜ ὀπός) το γαλσ.κτώδες υγρό το οποίο εκρέει από εγκοπή ή χάραγμα σε φυτό ή σε καρπό, σε αντιδιαστολή προς τον χυλό ή τον χυμό («η ρητίνη είναι οπός τού πεύκου») νεοελλ. 1. χυμός, εκχύλισμα φυτού, καρπού ή ζωικού ιστού ή οργάνου το οποίο… … Dictionary of Greek
οπός — ο ού, γαλακτώδες υγρό από φυτά ή καρπό, που βγαίνει από το κόψιμο ή το χάραγμα: Οπός της παπαρούνας, αλλ. όπιο, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀπός — ὄψ voice fem gen sg ὀπός juice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πέλοψ — οπος ὁ Α μυθ. επώνυμος ήρωας τής Πελοποννήσου, γιος τού βασιλιά τής Φρυγίας ή τής Λυδίας Ταντάλου και τής Κλυτίας ή τής Ευρυάνασσας, αδελφός τής Νιόβης και τού Βροτέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πελιδνός] … Dictionary of Greek
ευρύοψ — οπος, ο αφρικανικό φυτό τής οικογένειας σύνθετα … Dictionary of Greek
πάνοψ — οπος, ὁ, Α (για τον Ερμή) αυτός που βλέπει τα πάντα, πανόπτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + οψ (< θ. οπ τού όπωπα*), πρβλ. μήλ οψ] … Dictionary of Greek
πανέλοψ — οπος, ὁ, Α (δωρ. και αιολ. τ.) βλ. πηνέλοψ … Dictionary of Greek
πρωτάνωψ — οπος, ο, Ν ιατρ. αυτός που πάσχει από πρωτανοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protanope < prot (< πρώτος) + an (στερητικό αν / α ) + ope (< ωψ / οψ < ὄπωπα)] … Dictionary of Greek
σκάλοψ — οπος, ο, ΝΑ, και σκάλωψ Α (λόγιος τ.) ο τυφλοπόντικας, ο ασπάλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τής λ. σπάλαξ (βλ. λ. ασπάλακας), ο οποίος έχει σχηματιστεί, πιθ. παρετυμολογικώς, από το ρ. σκάλλω* με επίθημα οψ, που απαντά και σε άλλα ον. ζώων (πρβλ. δρύ… … Dictionary of Greek
σκόλοψ — οπος, ὁ, ΜΑ βλ. σκόλοπας … Dictionary of Greek
στέροψ — οπος, ὁ, ἡ, Α αυτός που αστράφτει, λαμπερός, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με α συνθετικό το θ. α στερ τής λ. ἀστήρ και β συνθετικό το oψ (< θ. οπ τού όπωπα*). Για την απουσία τού αρκτικού α βλ. λ. αστεροπή] … Dictionary of Greek