-
81 οξείησι
-
82 ὀξείῃσι
-
83 οξείησιν
-
84 ὀξείῃσιν
-
85 οξούς
-
86 ὀξοῦς
-
87 οξυτάταις
-
88 ὀξυτάταις
-
89 οξυτάτηι
-
90 ὀξυτάτηι
-
91 οξυτάτην
-
92 ὀξυτάτην
-
93 οξυτάτησι
-
94 ὀξυτάτῃσι
-
95 οξυτάτοιο
-
96 ὀξυτάτοιο
-
97 οξυτάτοις
-
98 ὀξυτάτοις
-
99 οξυτάτοισι
-
100 ὀξυτάτοισι
См. также в других словарях:
ὀξύς — 2 sharp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek
οξύς — ( έος), εία, ύ 1. αυτός που καταλήγει σε αιχμηρό άκρο, αλλ. μυτερός, σουβλερός: Οξύ βέλος, εργαλείο. 2. για όργανο που κόβει, ο κοφτερός: Οξύ μαχαίρι, ξυράφι κτλ. 3. μτφ., διαπεραστικός, λεπτός: Οξύ βλέμμα, οξεία κραυγή. 4. έντονος, ζωηρός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. См. Железная рука, но мягкая перчатка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρᾶος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — См. Твердо в деле, мягко в формах … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὀξυτάτων — ὀξύς 2 sharp fem gen pl ὀξύς 2 sharp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτάτως — ὀξύς 2 sharp adverbial ὀξύς 2 sharp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτέρω — ὀξύς 2 sharp masc/neut nom/voc/acc dual ὀξύς 2 sharp masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτέρων — ὀξύς 2 sharp fem gen pl ὀξύς 2 sharp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξυτέρως — ὀξύς 2 sharp adverbial ὀξύς 2 sharp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξέσι — ὀξύς 2 sharp neut dat pl (epic) ὀξύς 2 sharp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)