-
1 οξυτάτησι
-
2 ὀξυτάτῃσι
См. также в других словарях:
ὀξυτάτῃσι — ὀξύς 2 sharp fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 οξυτάτησι
2 ὀξυτάτῃσι
ὀξυτάτῃσι — ὀξύς 2 sharp fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)