-
121 αγνωμων
2, gen. ονος1) неразумныйτὰ ἄφωνα καὴ ἀγνώμονα Aeschin. — бессловесные и неразумные, т.е. неодушевленные вещи
2) безрассудный, нелепый(νέος καὴ ἀ. Xen.)
θνητὰ κοὐκ ἀγνώμονα (φρονεῖν Soph.) — мыслить, как подобает благоразумным людям3) несправедливый, бессовестный Xen., Luc., Plut.4) недоброжелательный, неблагосклонный, суровый Soph., Xen.ἡ ἀ. (sc. τύχη) Isocr. — жестокая судьба
5) упрямый, своенравный(γνώμη Her.)
-
122 αγρογειτων
-
123 αγχιγειτων
-
124 αγχιτερμων
2, gen. ονος пограничный, сопредельный, соседний(πάγοι Soph.; πόλεις Xen.)
ἀ. γαῖά μοι Eur. — соседствующая со мной страна -
125 αδαημων
2, gen. ονος несведущий, незнакомый, незнающий, неопытный(μάχης, κακῶν Hom.; τῶν ἱρῶν τῶν ἐν Ἐλευσῖνι Her.)
-
126 αειμνημων
-
127 αεσιφρων
-
128 αηδων
1) соловей Hom., Hes., Trag., Arst.2) певец(Μοισᾶν Eur.)
ἥ κατ΄ ἀρουραν ἀ. Anth. = ἀκρίς;ἀ. ἥ ἐν ἐρίθοις Anth. = κερκίς3) песня, стихотворение(Ἀλκμᾶνος ἀηδόνες Anth.)
4) свирель, флейта(λώτιναι ἀηδόνες Eur.)
См. также в других словарях:
ὄνος — white chested masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνος — ονος white chested masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… … Dictionary of Greek
Ὄνος λύρας. — (ἀκούων). См. Смыслен, как осел к волынке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄνος λύρας ἔκουε καὶ σαλπύγγος ὕς. — См. Смыслен, как осел к волынке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄνος τίς ὦτα κινῶν. — См. Хлопать ушами … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀλλ’ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα. — ἀλλ’ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα). См. Смыслен, как осел к волынке. ἀλλ’ ὄνος λύρας ἀκούεις κινῶν τὰ ὦτα. См. Хлопать ушами … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. — ὑπὸ τῇ λεοντῇ πάλιν ὄνος ὀγκήσεται. См. Осла и в львиной коже по крику узнаешь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Υπεριονίων — ονος, ὁ, Α πατρων. ο γιος τού Υπερίονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὑπερίων, ονος + επίθημα ίων (πρβλ. Δαρδαν ίων: Δάρδανος)] … Dictionary of Greek
αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το … Dictionary of Greek
λευχείμων — ονος, ο, η (AM λευχείμων, ονος) αυτός που φορά λευκά ενδύματα, ασπροντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, λαμπρο είμων] … Dictionary of Greek