Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ονομαστική

  • 1 ονομαστικη

        ἥ
        1) (sc. τέχνη) искусство давать имена Plat.
        2) грам. (sc. πτῶσις) именительный падеж

    Древнегреческо-русский словарь > ονομαστικη

  • 2 ονομαστική

    ὀνομαστικός
    skilful at naming: fem dat sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ονομαστική

  • 3 ὀνομαστικῇ

    ὀνομαστικός
    skilful at naming: fem dat sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ὀνομαστικῇ

  • 4 ονομαστική

    ὀνομαστικός
    skilful at naming: fem nom /voc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ονομαστική

  • 5 ὀνομαστική

    ὀνομαστικός
    skilful at naming: fem nom /voc sg (attic epic ionic)

    Morphologia Graeca > ὀνομαστική

  • 6 ονομαστική

    η грам.:

    ονομαστική (πτώση) — именительный падеж

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ονομαστική

  • 7 ονομαστική

    [ономастики] ουσ θ (γραμ) именительный.

    Эллино-русский словарь > ονομαστική

  • 8 ονομαστική

    nominatif

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > ονομαστική

  • 9 ονομαστικός

    η, ό[ν]
    1) именной; поимённый; 2) личный, персональный;

    ονομαστική πρόσκληση — персональное приглашение;

    3) номинальный;

    τό ονομαστικό μεροκάματο — номинальная заработная плата;

    ονομαστική αξία — номинальная стоимость;

    § ονομαστική εορτή — именины

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ονομαστικός

  • 10 ὀνομαστικός

    ὀνομαστικός, den Namen betreffend; ὁ ὀν., der im Namengeben erfahren, geschickt ist, Plat. Crat. 424 a; τέχνη ὀνομαστική, die Kunst des Namengebens, 423 d; τὸ ὀνομαστικόν, ein Namen- oder Wörterverzeichniß, in welchem die Wörter sachlich verzeichnet sind, wie das des Pollux; – ἡ ὀνομαστική, ac. πτῶσις, der Nominativus, Gramm; – auch adv., ὀνομαστικῶς, mit einem eigenen Namen, Schol. Il. 10, 160; κριβάνας πλακοῠντάς τινας ὀνομαστικῶς Ἀπολλόδωρος παρ' Ἀλκμᾶνι, Ath. XIV, 646 a.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ὀνομαστικός

  • 11 ὀνομαστικός

    ὀνομαστικός, den Namen betreffend; ὁ ὀν., der im Namengeben erfahren, geschickt ist; τέχνη ὀνομαστική, die Kunst des Namengebens; τὸ ὀνομαστικόν, ein Namen- oder Wörterverzeichnis, in welchem die Wörter sachlich verzeichnet sind, wie das des Pollux; ἡ ὀνομαστική, ac. πτῶσις, der Nominativus, Gramm; auch adv., ὀνομαστικῶς, mit einem eigenen Namen
    --------------------------------
    ὀνομαστικός, zum Namen, bes. zum Nomen substantivum gehörig, substantivisch

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ὀνομαστικός

  • 12 αξία

    η
    1) эк стоимость;

    ανταλλακτική αξία — меновая стоимость;

    αξία χρήσης — потребительная стоимость;

    ονομαστική αξία — номинальная стоимость;

    ο νόμος της αξίας — закон стоимости;

    2) цена, стоимость;

    αξία της οικίας — стоимость дома;

    αγοράζω σπίτι αξίας εκατό χιλιάδων — купить дом стоимостью в сто тысяч;

    δείγμα άνευ αξίας — бесплатный образец;

    3) ценность, достоинство; значение, важность;

    η αξία της ανακάλυψης — ценность, значение открытия;

    αξίατου βιβλίου — достоинство книги;

    4) заслуга;

    μετάλλιρν στρατιωτικής αξίας — медаль за военные заслуги;

    5) πλ. ценности, ценные бумаги;
    κινητές αξίες ценные бумаги; χρηματιστήριο[ν] αξιών биржа;

    § κατ' αξίαν — заслуженно, по заслугам; — по достоинству;

    παρ' αξίαν — незаслуженно, не по заслугам, не по достоинству

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αξία

  • 13 γιορτή

    η праздник; торжество;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γιορτή

  • 14 εορτή

    η праздник, торжество, празднество;

    ονομαστική εορτή — именины;

    εθνική εορτή — национальный праздник;

    § κατόπιν εορτης — слишком поздно;

    έρχομαι κατόπιν εορτής — приходить X шапочному разбору

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εορτή

  • 15 επί

    (επ;
    εφ') ηρόθ. I με γεν., αιτιατ.,δοτ. 1) (при обознач, места, протяжённости, пространства) на, в, по:

    (γεν.) επί της γης — на земле;

    επί της οδρύ — на улице;

    επί της τραπέζης — на столе;

    επ' ώμου на плече;
    εφ' αμάξης в экипаже;

    επί τόπου — на месте;

    επί ακροατηρίου — перед аудиторией; — открыто, публично;

    κείται επί τού, Σαρωνικού — расположен на берегу Саронического залива;

    (αιτιατ.) επί πάσαν την γήν — по всей земле;

    επί τριάντα χιλιόμετρα — на тридцать километров;

    2) (при обознач, времени):

    (γεν.) επί τού παρόντος — в данный момент;

    επ' εσχατων недавно;
    εφ' όρου ζωής на всю жизнь, до конца жизни;

    επί Τουρκοκρατίας — во время турецкого (владычества;

    επί 'Αλεξάνδρου τού Μακεδόνας — при Александре Македонском;

    επί σοβιετικής εξουσίας — при советской власти;

    (αϊτιατ.) η βροχή διήρκεσεν επί δύο ημέρας — дождь продолжался в 'течение двух дней;

    επί δέκα έτη (ώρες) — в течение десяти лет (часов);

    επ' ολίγας ημέρας в течение нескольких дней;

    σε ανέμενον επί μακρόν (βραχύ) — я ждал тебя долго (недолго);

    επ' άπειρον до бесконечности;
    3) (в отношении, что касается):

    (γεν.) επί τού θέματος — на тему;

    επί της 4ούσίας τού ζητήματος — по существу вопроса;

    επί του προκειμένου — по этому делу;

    επί κάλου (κακού) — в хорошем (плохом) смысле;

    (αιτιατ). το επ' εμέ что касается, меня;

    ως επί το πλείστον, ως επί το πολύ — по большей чости, главным образом, обыкновенно, обычно;

    (δοτ.) φημίζομαι επί ευφυΐα — славиться остроумием;

    εξέχω επί αρετή (εντιμότητι) — отличиться добротой (честностью);

    διαπρέπω επί ανδρεία — отличаться мужеством;

    II με γεν., δοτ.
    1) (при обознач, главенства, руководства, власти):

    (γεν.) επί κεφαλής — во главе;

    ο επί κεφαλής — глава;

    ο επί της Δικαιοσύνης υπουργός — министр юстиции;

    ο επί των φόρων υπάλληλος — налоговый агент;

    ο επί των τελετών — церемонимейстер;

    (*οτ.) το επ' εμοί насколько это в моей власти, насколько это зависит от меня;
    2) (при обознач, прибавки, добавления):

    (*οτ.) επί τούτοις — кроме того, сверх того;

    επί πάσιν — особенно, больше всего, главным образом;

    III με γεν. (при'обознач, распределения, соразмерности, пропорции):

    επί πεντήκοντα εγχειρήσεων εσημειώθησαν δύο μόνον θάνατοι — на пятьдесят операций (зарегистрировано) только два смертных случая;

    παράταξις επί δύο ζυγών — двухшеренговый строй;

    § επί ξυρού ακμής — в критическом положении;

    επί τέλους — наконец;

    επί ταοτού — нарочно, преднамеренно;

    IV με αϊτιατ.
    1) (при обознач, направления, цели):

    επί δεξιά — направо;

    επ' αριστερά налево;

    επί σκοπόν — по цели;

    βαδίζω επί τα ίχνη — ходить по пятам;

    ευρίσκομαι επί τα ίχνη — напасть на след;

    η κατάστασις τού ασθενούς βαίνει επί τα βελτίω (επί τα χείρω) — состояние больного улучшается (ухудшается);

    2) (при обознач, степени):
    επ' ελάχιστον в наименьшей степени;

    επί τοσούτον ώστε... — до такой степени, что...;

    3) (при умножении):

    τρία επί τρία ίσον εννέα — три умноженное на три равняется девяти;

    V με δοτ.
    1) (при обознач, повода, обстоятельства):

    επί' τη ονομαστική σου εορτή — по случаю твоих именин;

    επ' ευκαιρία της αναχωρήσεως μου по случаю моего отъезда;
    επ' ευκαιρία των εορτών по случаю праздников;

    κατηγορείται επί φόνω — обвиняется в убийстве;

    2) (при обознач, цели):

    επί τω σκοπώ — с целью;

    επί τούτω — для этого;

    επί τη προφάσει ότι... — под предлогом того, что...;

    επ' ωφελεία в пользу;

    επί αγαθώ — на благо;

    επί ζημία — в ущерб;

    επί κακώ — назло;

    3) (в отношении родства):
    γαμβρός επ' αδελφή зять (муж сестры);

    γαμβρός επί θυγατρί — зять (муж дочери);

    4) (при обознач, условия, образа действия):

    επί τώ όρω — при условии;

    επί τόκου — под проценты;

    επ' αμοιβή за вознаграждение;

    επί μισθώ — за плату;

    επί αποδείξει — под расписку;

    επ' ενεχύρω под залог;

    επί ισοις όροις — на равных условиях;

    επί τω λόγω της τιμής μου — честное слово;

    επ' ονόματί μου на моё имя;

    άλμα επί κοντώ — прыжок с шестом;

    επί λέξει — слово в слово; — буквально;

    επ' αυτοφώρω с поличным;

    επί εγγυήσει — на поруки;

    § επί ποινή θανάτου — под стрёхом смертной казни;

    επί παρουσία μαρτύρων — в присутствии свидетелей;

    VI (в наречных выражениях):

    επί πολύ — долгое время;

    επ' ολίγον короткое время;

    επί πλέον — кроме того, к тому же, вдобавок;

    επί μάλλον και μάλλον — всё больше и больше

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επί

  • 16 κλήση

    [-ήσις (-εως)] η
    1) приглашение; вызов;

    δικαστική κλήση — вызов в суд;

    2) повестка, извещение;
    3) выкликание, поверка;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κλήση

  • 17 πτώση

    [-ώσις (-εως)] η
    1) падение (тж. перен.); снижение, понижение; спад;

    πτώση των φύλλων — опадание листьев;

    πτώση της κυβέρνησης — падение правительства;

    πτώση των τιμών — падение, снижение цен;

    πτώση της θερμοκρασίας — понижение температуры;

    πτώση του ενδιαφέροντος — уменьшение, спад интереса;

    2) мед. опущение (желудка и т. п.);
    3) падение, сдача (крепости, города); 4) грам, падеж;

    ονομαστική πτώση — именительный падеж;

    γενική πτώση — родительный падеж;

    δοτική πτώση — дательный падеж;

    αιτιατική πτώση — винительный падеж;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πτώση

  • 18 ονομαστικός

    ονομαστικός, -ή, -ό
    именной;
    ΦΡ.
    ονομαστική εορτή η — именины, день ангела

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ονομαστικός

  • 19 ὀνομαστικός

    A skilful at naming, Pl.Cra. 424a ; of or belonging to naming, hence ἡ τέχνη ἡ ὀνομαστική ib. 423d ; ἡ -κή alone, ib. 425a.
    II ἡ -κή (sc. πτῶσις ) the nominative case, Str.14.1.41, D.T.636.5, A.D.Synt.107.4(pl.).
    III τὸ -κόν (sc. βιβλίον) vocabulary, arranged acc. to the subjects, and not alphabetically as in a λεξικόν, such as the work of Jul. Pollux: -κά, τά, title of work by Democr. (Fr.26a).
    IV Adv.

    - κῶς

    by a special name,

    Ath.14.646a

    ; in the nominative case, Hermog.Inv. 4.4.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀνομαστικός

См. также в других словарях:

  • ονομαστική — Η πρώτη πτώση της ελληνικής και λατινικής κλίσης, η οποία δηλώνει το υποκείμενο της πρότασης (τη μεταχειριζόμαστε απαντώντας στην ερώτηση: ποιός; τί;) και η οποία είναι ήδη παρούσα στις αρχαιότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες (για παράδειγμα, στη… …   Dictionary of Greek

  • ονομαστική — η (γραμμ.), η πρώτη από τις πτώσεις των πτωτικών μερών του λόγου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀνομαστικῇ — ὀνομαστικός skilful at naming fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομαστική — ὀνομαστικός skilful at naming fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ονομαστική μετοχή — Βλ. λ. μετοχή …   Dictionary of Greek

  • κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • μετοχή — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… …   Dictionary of Greek

  • ονομαστικός — ή, ό (ΑΜ ὀνομαστικός, ή, όν) [ονομαστός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική εορτή») 2. το θηλ. ως ουσ. η ονομαστική γραμμ. η πρώτη και βασική πτώση τών κλιτών μερών τού λόγου η οποία λέγεται έτσι επειδή από αυτήν ονομάζονται… …   Dictionary of Greek

  • μετόχη — Μέρος του λόγου, η φύση και οι ιδιότητες του οποίου ταυτίζονται με εκείνες του επιθέτου και του ρήματος (ρηματικό επίθετο). Δηλώνει συγχρόνως διάθεση και χρόνο. Σχηματίζεται και στις δύο φωνές, στην ενεργητική από τον ενεστώτα (παίζοντας,… …   Dictionary of Greek

  • υφαίρεση — Το ποσό κατά το οποίο μειώνεται ένα χρέος όταν εξοφληθεί πριν από την προθεσμία του. Πολλές φορές οι έμποροι δεν πληρώνουν σε μετρητά όλα τα εμπορεύματα που αγοράζουν. Πληρώνουν ένα μόνο μέρος, και για τα άλλα συντάσσουν ειδικό έντυπο που τους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»