Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ανταλλακτική

См. также в других словарях:

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • αγοραστικός — ή, ό (Α ἀγοραστικός, ὴ, ὸν) [αγοράζω] ο σχετικός με την αγορά και πώληση, ο εμπορικός νεοελλ. φρ. «αγοραστική αξία», η ανταλλακτική αξία αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ αγοραστική (ενν. τέχνη) το εμπόριο …   Dictionary of Greek

  • αναντίκρυστος — η –ο αυτός που δεν έχει αντίκρυσμα, αντιστάθμισμα σε χρυσό ή άλλη ανταλλακτική αξία, που δεν καλύπτεται από ανάλογη χρηματική κατάθεση ή εγγύηση …   Dictionary of Greek

  • ισοτιμία — Η σχέση ανταλλαγής δύο νομισμάτων ή (παλαιότερα, όταν ίσχυε ο κανόνας του χρυσού) η σχέση ανταλλαγής ενός νομίσματος με τον χρυσό. Μετά την κατάρρευση του συστήματος σταθερών ι. Bretton Woods, που ίσχυσε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου έως …   Dictionary of Greek

  • κούνα — (I) κούνα, ἡ (Μ) βλ. κούνια. (II) κούνα, ἡ (Μ) 1. σφήνα 2. φρ. (στο Βυζάντιο) «ή κατά κούναν τάξις» η προέλαση πεζών ή ιππέων κατά μικρά διαστήματα για ανίχνευση τού εδάφους ή για ενέδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cuneus «σφήνα»]. (III) η, και κούνι, το …   Dictionary of Greek

  • μέταλλο — Όρος ενδεικτικός για ορισμένα στοιχεία που παρουσιάζουν ιδιαίτερα φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Τα μέταλλα στη συνηθισμένη θερμοκρασία είναι στερεά, με μόνη εξαίρεση τον υδράργυρο, που είναι υγρό. Το χρώμα τους, όταν βρίσκονται σε συμπαγή… …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • παριτέ — η άκλ. διεθνής όρος που χρησιμοποιείται για νομίσματα ή χρηματιστηριακές αξίες και σημαίνει την εμπορική ή ανταλλακτική ισοτιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parite (< λατ. par, paris «ίσος»), πρβλ. πάρι] …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»