Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ομαλός

  • 21 regular

    ['reɡjulə] 1. adjective
    1) (usual: Saturday is his regular day for shopping; That isn't our regular postman, is it?) συνηθισμένος
    2) ((American) normal: He's too handicapped to attend a regular school.) κανονικός
    3) (occurring, acting etc with equal amounts of space, time etc between: They placed guards at regular intervals round the camp; Is his pulse regular?) κανονικός, τακτός
    4) (involving doing the same things at the same time each day etc: a man of regular habits.) τακτικός
    5) (frequent: He's a regular visitor; He's one of our regular customers.) τακτικός
    6) (permanent; lasting: He's looking for a regular job.) μόνιμος
    7) ((of a noun, verb etc) following one of the usual grammatical patterns of the language: `Walk' is a regular verb, but `go' is an irregular verb.) ομαλός
    8) (the same on both or all sides or parts; neat; symmetrical: a girl with regular features; A square is a regular figure.) κανονικός, συμμετρικός
    9) (of ordinary size: I don't want the large size of packet - just give me the regular one.) κανονικού μεγέθους
    10) ((of a soldier) employed full-time, professional; (of an army) composed of regular soldiers.) μόνιμος, τακτικός
    2. noun
    1) (a soldier in the regular army.) τακτικός (στρατιώτης)
    2) (a regular customer (eg at a bar).) τακτικός πελάτης, θαμώνας
    - regularly
    - regulate
    - regulation
    - regulator

    English-Greek dictionary > regular

  • 22 ровный

    [ρόβνυΐ] εκ. ομαλός, ίσιος

    Русско-греческий новый словарь > ровный

  • 23 ровный

    [ρόβνυϊ] επ ομαλός, ίσιος

    Русско-эллинский словарь > ровный

  • 24 ладный

    επ., βρ: -ден, -дни, -дно.
    1. καλός, κανονικός• ομαλός. || καλοφτιαγμένος, κομψός.
    2. διορθωμένος, επισκευασμένος.
    3. (απλ.) δραστήριος, ενεργητικός.
    4. (απλ.) μονιασμένος, ομόψυχος, ομόγνωμος.
    5. αρμονικός, σύμφωνος.

    Большой русско-греческий словарь > ладный

  • 25 мягкий

    επ., βρ: -ток, -гка, -гко; мягче;
    1. μαλακός, απαλός•

    мягкий как пух απαλός σαν πούπουλο•

    мягкий хлеб μαλακό ψωμί•

    -ое железо μαλακό σίδερο.

    2. τρυφερός, αβρός•

    -ие женские руки τρυφερά γυναικεία χέρια.

    || σιγανός ήσυχος ελαφρός.
    3. ομαλός• ευχάριστος χαριτωμένος.
    4. μτφ. πράος• ήπιος ήρεμος•

    мягкий климат ήπιο κλίμα•

    мягкий характер μαλακός χαρακτήρας.

    5. επιεικής, συγκαταβατικός, καλόβουλος•

    мягкий человек μαλακός άνθρωπος.

    εκφρ.
    - ая вода – μαλακό νερό (που διαλύεται εύκολα το σαπούνι κ. άλ.)•
    - ая мебель – μαλακά έπιπλα (καθίσματα, ντιβάνι κλπ.)
    - ие складки – φυσικές δίπλες•
    - ие согласные – (γλωσ.) μαλακά σύμφωνα.

    Большой русско-греческий словарь > мягкий

  • 26 настильный

    επ.
    1. επιστρωμένος•

    -ая дорога επιστρωμένος δρόμος.

    2. (στρατ.) στρωτός•

    огонь στρωτά πυρά (χαμηλού ύψους).

    3. (αθλτ.) ομαλός.

    Большой русско-греческий словарь > настильный

  • 27 нормальный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно;
    1. κανονικός, ομαλός, στρωτός φυσικός, φυσιολογικός•

    -ая температура κανονική θερμοκρασία•

    нормальный рост κανονικό ανάστημα•

    при -ых условиях με ή σε κανονικές συνθήκες.

    2. σώος (τας φρένας), ισορροπημένος.

    Большой русско-греческий словарь > нормальный

  • 28 округлый

    επ., βρ: округл, -а, -о.
    1. στρογγυλός• κυκλοτερής•

    округлый почерк στρογγυλή γραφή.

    || (για κινήσεις) ομαλός, αργός, σιγανός•

    округлый жест ομαλή χειρονομία.

    2. μτφ. ολοκληρωμένος, αποπερατωμένος, πλήρης.

    Большой русско-греческий словарь > округлый

  • 29 плавный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно
    ομαλός, κανονικός, στρωτός• φυσικός, φυσιολογικός, τακτικός, ρυθμικός, ισόχρονος• αρμονικός.
    εκφρ.
    - ые согласные – τα υγρά σύμφωνα (λ, ρ).

    Большой русско-греческий словарь > плавный

  • 30 плоский

    επ., βρ: -сок, -ска, -ско; площе..
    1. ομαλός, ίσος, ευθύς, επίπεδος,.ισόπεδος•

    -ая поверхность ομαλή επιφάνεια•

    -ая горная возвышенность οροπέδιο, πλάτωμα.

    2. πεπλατυσμένος, πλακουτσός, επίπλατης. || αβαθής, ρηχός, ανοιχτός•

    -ая тарелка αβαθές πιάτο.

    3. άχαρος, ανούσιος, άνοστος• κρύος, ανάλατος, σαχλός•

    -ая шутка ανάλατο αστείο.

    εκφρ.
    - ая стопа – πλατυποδία.

    Большой русско-греческий словарь > плоский

  • 31 пологий

    επ., συγκρ. β. положе,• ομαλός (ως προς την κλίση)•

    пологий берег ομαλή ακτή ή όχθη•, пологий спуск ομαλή κατωφέρεια.

    Большой русско-греческий словарь > пологий

  • 32 правильный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. σωστός, ορθός•

    -ое произношение σωστή προφορά•

    правильный ответ σωστή απάντηση.

    || κανονικός, αρμονικός•

    -ое физическое развитие κανονική σωματική ανάπτυξη.

    || ομαλός•

    правильный глагол ομαλό ρήμα•

    -ое спряжение ομαλή κλίση ρήματος.

    2. πραγματικός, αληθινός. || καλός, δίκαιος, όπως πρέπει.
    3. ρυθμικός•

    -ое биение сердца κανονικός ο παλμός της καρδιάς.

    4. συμμετρικός•

    правильный нос κανονική μύτη.

    εκφρ.
    правильный многоугольник – (μαθ.) κανονικό πολύγωνο.
    επ.
    ομαλυντικός• λειαντικός.

    Большой русско-греческий словарь > правильный

  • 33 приглаженный

    επ. από μτχ.
    ομαλός, ίσιος• λείος.

    Большой русско-греческий словарь > приглаженный

  • 34 прилизанный

    επ. από μτχ.
    (για κόμη) λείος. || ευπρεπής, κόσμιος. || μτφ. ομαλός,ίσος.

    Большой русско-греческий словарь > прилизанный

  • 35 равномерный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно
    ισόμετρος, -ικός• ισομερής• συμμετρικός• κανονικός•

    -ое развитие ισόμερη ανάπτυξη•

    -ое движение ομοιόμορφη κίνηση.

    || ομαλός.

    Большой русско-греческий словарь > равномерный

  • 36 ровный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно.
    1. ίσος, ομαλός, ισόπεδος•

    -ое место ίσο μέρος.

    2. ευθύς, ευθύγραμμος•

    -ая линия ευθεία γραμμή.

    || ακύμαντος, χωρίς διακυμάνσεις ή σκαμπανεβάσματα• κανονικός.
    3. μτφ. ήρεμος ήσυχος•

    -ая жизнь ήρεμη ζωή•

    ровный характер ήσυχος χαρακτήρας.

    εκφρ.
    ровный вес – ζύγισμα ακριβείας•
    ровный счёт – ακριβής λογαριασμός•
    - ым счтом ничего – απολύτως τίποτε•
    не ровен (не ровн) час – (απλ.)• έξαφνα, ξαφνικά, ανεπάντεχα.

    Большой русско-греческий словарь > ровный

  • 37 складный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. καλοκαμωμένος, εύσωμος, ευσώματος.
    2. (για λόγο) ομαλός, στρωτός• ρυθμικός. || (μουσ.) αρμονικός.
    3. καλός, ευνοίκός. || άνετος, βολικός.

    Большой русско-греческий словарь > складный

  • 38 скользящий

    επ. από μτχ.
    1. γλιστερός, ολισθερός.
    2. μτφ. ομαλός, στρωτός•

    -ая походка στρωτό βάδισμα.

    3. μεταβαλλόμενος, εναλλασσόμενος, ευμετάβλητος• ασταθής.

    Большой русско-греческий словарь > скользящий

  • 39 стройный

    επ., βρ: строен, строина,стройно
    1. ευμελής, εύσωμος, καλλίσωμος, ωραιόσωμος. || ομορφοκαμωμένος, καλοκαμωμένος. || (στρατ.) στοιχισμένος, ζυγισμένος.
    2. μτφ. καλοφτιαγμένος, καλοσύστατος, καλοσυνδυασμένος. || κανονικός ομαλός•

    стройный порядок ομαλή τάξη.

    || αρμονικός•

    -ые звуки αρμονικοί ήχοι.

    Большой русско-греческий словарь > стройный

  • 40 торный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. (για οδό)• (πε)πατημένος, ίσος, ομαλός.
    2. μτφ. ανοιχτός, πλατύς• προσιτός. || συνηθισμένος, κανονικός• κοινώς παραδεγμένος•

    уклоняться (выйти) с -ой дороги εκτρέπομαι, βγαίνω από τον κανονικό δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > торный

См. также в других словарях:

  • ὁμαλός — even masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… …   Dictionary of Greek

  • ομαλός — ή, ό 1. αυτός που δεν έχει ανωμαλίες στην επιφάνειά του, επίπεδος, ίσιος (αντίθ. ανώμαλος). 2. μτφ., κανονικός, σύμμετρος, ήρεμος: Ομαλή διεξαγωγή εργασιών. 3. (γραμμ.) ο σύμφωνος με τους γραμματικούς κανόνες: Ομαλή κλίση. – Ομαλό ρήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμαλά — ὁμαλός even neut nom/voc/acc pl ὁμαλά̱ , ὁμαλός even fem nom/voc/acc dual ὁμαλά̱ , ὁμαλός even fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλώτερον — ὁμαλός even adverbial comp ὁμαλός even masc acc comp sg ὁμαλός even neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλωτάτων — ὁμαλός even fem gen superl pl ὁμαλός even masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλωτέρων — ὁμαλός even fem gen comp pl ὁμαλός even masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλόν — ὁμαλός even masc acc sg ὁμαλός even neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλώτατον — ὁμαλός even masc acc superl sg ὁμαλός even neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλαῖς — ὁμαλός even fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμαλαῖσι — ὁμαλός even fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»