-
21 regular
['reɡjulə] 1. adjective1) (usual: Saturday is his regular day for shopping; That isn't our regular postman, is it?) συνηθισμένος2) ((American) normal: He's too handicapped to attend a regular school.) κανονικός3) (occurring, acting etc with equal amounts of space, time etc between: They placed guards at regular intervals round the camp; Is his pulse regular?) κανονικός, τακτός4) (involving doing the same things at the same time each day etc: a man of regular habits.) τακτικός5) (frequent: He's a regular visitor; He's one of our regular customers.) τακτικός6) (permanent; lasting: He's looking for a regular job.) μόνιμος7) ((of a noun, verb etc) following one of the usual grammatical patterns of the language: `Walk' is a regular verb, but `go' is an irregular verb.) ομαλός8) (the same on both or all sides or parts; neat; symmetrical: a girl with regular features; A square is a regular figure.) κανονικός, συμμετρικός9) (of ordinary size: I don't want the large size of packet - just give me the regular one.) κανονικού μεγέθους10) ((of a soldier) employed full-time, professional; (of an army) composed of regular soldiers.) μόνιμος, τακτικός2. noun1) (a soldier in the regular army.) τακτικός (στρατιώτης)2) (a regular customer (eg at a bar).) τακτικός πελάτης, θαμώνας•- regularly
- regulate
- regulation
- regulator -
22 ровный
[ρόβνυΐ] εκ. ομαλός, ίσιος -
23 ровный
[ρόβνυϊ] επ ομαλός, ίσιος -
24 ладный
επ., βρ: -ден, -дни, -дно.1. καλός, κανονικός• ομαλός. || καλοφτιαγμένος, κομψός.2. διορθωμένος, επισκευασμένος.3. (απλ.) δραστήριος, ενεργητικός.4. (απλ.) μονιασμένος, ομόψυχος, ομόγνωμος.5. αρμονικός, σύμφωνος. -
25 мягкий
επ., βρ: -ток, -гка, -гко; мягче;1. μαλακός, απαλός•мягкий как пух απαλός σαν πούπουλο•
мягкий хлеб μαλακό ψωμί•
-ое железо μαλακό σίδερο.
2. τρυφερός, αβρός•-ие женские руки τρυφερά γυναικεία χέρια.
|| σιγανός ήσυχος ελαφρός.3. ομαλός• ευχάριστος χαριτωμένος.4. μτφ. πράος• ήπιος ήρεμος•мягкий климат ήπιο κλίμα•
мягкий характер μαλακός χαρακτήρας.
5. επιεικής, συγκαταβατικός, καλόβουλος•мягкий человек μαλακός άνθρωπος.
εκφρ.- ая вода – μαλακό νερό (που διαλύεται εύκολα το σαπούνι κ. άλ.)•- ая мебель – μαλακά έπιπλα (καθίσματα, ντιβάνι κλπ.)- ие складки – φυσικές δίπλες•- ие согласные – (γλωσ.) μαλακά σύμφωνα. -
26 настильный
επ.1. επιστρωμένος•-ая дорога επιστρωμένος δρόμος.
2. (στρατ.) στρωτός•огонь στρωτά πυρά (χαμηλού ύψους).
3. (αθλτ.) ομαλός. -
27 нормальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. κανονικός, ομαλός, στρωτός φυσικός, φυσιολογικός•-ая температура κανονική θερμοκρασία•
нормальный рост κανονικό ανάστημα•
при -ых условиях με ή σε κανονικές συνθήκες.
2. σώος (τας φρένας), ισορροπημένος. -
28 округлый
επ., βρ: округл, -а, -о.1. στρογγυλός• κυκλοτερής•округлый почерк στρογγυλή γραφή.
|| (για κινήσεις) ομαλός, αργός, σιγανός•округлый жест ομαλή χειρονομία.
2. μτφ. ολοκληρωμένος, αποπερατωμένος, πλήρης. -
29 плавный
επ., βρ: -вен, -вна, -вноομαλός, κανονικός, στρωτός• φυσικός, φυσιολογικός, τακτικός, ρυθμικός, ισόχρονος• αρμονικός.εκφρ.- ые согласные – τα υγρά σύμφωνα (λ, ρ). -
30 плоский
επ., βρ: -сок, -ска, -ско; площе..1. ομαλός, ίσος, ευθύς, επίπεδος,.ισόπεδος•-ая поверхность ομαλή επιφάνεια•
-ая горная возвышенность οροπέδιο, πλάτωμα.
2. πεπλατυσμένος, πλακουτσός, επίπλατης. || αβαθής, ρηχός, ανοιχτός•-ая тарелка αβαθές πιάτο.
3. άχαρος, ανούσιος, άνοστος• κρύος, ανάλατος, σαχλός•-ая шутка ανάλατο αστείο.
εκφρ.- ая стопа – πλατυποδία. -
31 пологий
επ., συγκρ. β. положе,• ομαλός (ως προς την κλίση)•пологий берег ομαλή ακτή ή όχθη•, пологий спуск ομαλή κατωφέρεια.
-
32 правильный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. σωστός, ορθός•-ое произношение σωστή προφορά•
правильный ответ σωστή απάντηση.
|| κανονικός, αρμονικός•-ое физическое развитие κανονική σωματική ανάπτυξη.
|| ομαλός•правильный глагол ομαλό ρήμα•
-ое спряжение ομαλή κλίση ρήματος.
2. πραγματικός, αληθινός. || καλός, δίκαιος, όπως πρέπει.3. ρυθμικός•-ое биение сердца κανονικός ο παλμός της καρδιάς.
4. συμμετρικός•правильный нос κανονική μύτη.
εκφρ.правильный многоугольник – (μαθ.) κανονικό πολύγωνο.επ.ομαλυντικός• λειαντικός. -
33 приглаженный
επ. από μτχ.ομαλός, ίσιος• λείος. -
34 прилизанный
επ. από μτχ.(για κόμη) λείος. || ευπρεπής, κόσμιος. || μτφ. ομαλός,ίσος. -
35 равномерный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноισόμετρος, -ικός• ισομερής• συμμετρικός• κανονικός•-ое развитие ισόμερη ανάπτυξη•
-ое движение ομοιόμορφη κίνηση.
|| ομαλός. -
36 ровный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. ίσος, ομαλός, ισόπεδος•-ое место ίσο μέρος.
2. ευθύς, ευθύγραμμος•-ая линия ευθεία γραμμή.
|| ακύμαντος, χωρίς διακυμάνσεις ή σκαμπανεβάσματα• κανονικός.3. μτφ. ήρεμος ήσυχος•-ая жизнь ήρεμη ζωή•
ровный характер ήσυχος χαρακτήρας.
εκφρ.ровный вес – ζύγισμα ακριβείας•ровный счёт – ακριβής λογαριασμός•- ым счтом ничего – απολύτως τίποτε•не ровен (не ровн) час – (απλ.)• έξαφνα, ξαφνικά, ανεπάντεχα. -
37 складный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. καλοκαμωμένος, εύσωμος, ευσώματος.2. (για λόγο) ομαλός, στρωτός• ρυθμικός. || (μουσ.) αρμονικός.3. καλός, ευνοίκός. || άνετος, βολικός. -
38 скользящий
επ. από μτχ.1. γλιστερός, ολισθερός.2. μτφ. ομαλός, στρωτός•-ая походка στρωτό βάδισμα.
3. μεταβαλλόμενος, εναλλασσόμενος, ευμετάβλητος• ασταθής. -
39 стройный
επ., βρ: строен, строина,стройно1. ευμελής, εύσωμος, καλλίσωμος, ωραιόσωμος. || ομορφοκαμωμένος, καλοκαμωμένος. || (στρατ.) στοιχισμένος, ζυγισμένος.2. μτφ. καλοφτιαγμένος, καλοσύστατος, καλοσυνδυασμένος. || κανονικός ομαλός•стройный порядок ομαλή τάξη.
|| αρμονικός•-ые звуки αρμονικοί ήχοι.
-
40 торный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. (για οδό)• (πε)πατημένος, ίσος, ομαλός.2. μτφ. ανοιχτός, πλατύς• προσιτός. || συνηθισμένος, κανονικός• κοινώς παραδεγμένος•уклоняться (выйти) с -ой дороги εκτρέπομαι, βγαίνω από τον κανονικό δρόμο.
См. также в других словарях:
ὁμαλός — even masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… … Dictionary of Greek
ομαλός — ή, ό 1. αυτός που δεν έχει ανωμαλίες στην επιφάνειά του, επίπεδος, ίσιος (αντίθ. ανώμαλος). 2. μτφ., κανονικός, σύμμετρος, ήρεμος: Ομαλή διεξαγωγή εργασιών. 3. (γραμμ.) ο σύμφωνος με τους γραμματικούς κανόνες: Ομαλή κλίση. – Ομαλό ρήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁμαλά — ὁμαλός even neut nom/voc/acc pl ὁμαλά̱ , ὁμαλός even fem nom/voc/acc dual ὁμαλά̱ , ὁμαλός even fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλώτερον — ὁμαλός even adverbial comp ὁμαλός even masc acc comp sg ὁμαλός even neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλωτάτων — ὁμαλός even fem gen superl pl ὁμαλός even masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλωτέρων — ὁμαλός even fem gen comp pl ὁμαλός even masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλόν — ὁμαλός even masc acc sg ὁμαλός even neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλώτατον — ὁμαλός even masc acc superl sg ὁμαλός even neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλαῖς — ὁμαλός even fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμαλαῖσι — ὁμαλός even fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)