-
1 отвернуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отврнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. ξεστρίβω, ζεσφίγγω•отвернуть гайку ξεστρίβω τη βίδα (ξεβιδώνω).
|| αντιστρέφω, αναστρέφω ανοίγω•отвернуть кран ανοίγω την κάνουλα•
отвернуть замок у ружья ανοίγω το κλείστρο του όπλου.
2. (απλ.) σπάζω• κόβω αποσπώ•отвернуть кукле голову (στρίβοντας) κόβω το κεφάλι της κούκλας.
3. αναδιπλώνω, ανακάμπτω, ανασηκώνω.4. αποστρέφω•отвернуть лицо от зрелища αποστρέφω το πρόσωπο από το θέαμα.
|| αλλάζω κατεύθυνση, πορεία, στρίβω. || (για ποτάμι, δρόμο) στρίβω, κάνω στροφή.1. ξεστρίβω,.-ομαι, ξεσφίγγω, ξεβιδώνομαι. || ανοίγω, -ομαι, ξεσφίγγω, -ομαι, αναστρέφομαι, αντιστρέφομαι•кран -лся η κάνουλα άνοιξε.
2. αναδιπλώνομαι, ανακάμπτομαι, ανασηκώνομαι.3. αποστρέφομαι, γυρίζω το πρόσωπο αλλού. || αποστρέφομαι, δεν κάνω παρέα, δε συναναστρέφομαι. -
2 горланить
ρ.δ. (απλ.) ξελαρυγγίζω, -ομαι, ξεκουφαίνω, -ομαι, φωνασκώ. -
3 отстоять
отстоять 1-тою, -тоишьρ.σ.μ.υπερασπίζω, -ομαι, προασπίζω, -ομαι•отстоять родину υπερασπίζω την πατρίδα.
|| υποστηρίζω•отстоять свою точку зрения υποστηρίζω την άποψη μου.
отстоять 2-тою, -тоишьρ.σ.1. μένω, παραμένω ορθός ως το τέλος•отстоять на ногах весь концерт στέκομαι ορθός ως το τέλος της συναυλίας.
2. κουράζομαι από την ορθοστασία.отстоять 3-тою, -тоишьρ.δ.βρίσκομαι σε κάποια απόσταση, είμαι μακριά από•дом -ит от деревни на полкилометра το σπίτι είναι μακριά από το χωριό μισό χιλιόμετρο.
-
4 разъехаться
-едусь, -едешьсяρ.σ.1. (για πολλούς)• φεύγω• αναχωρώ (προς διάφορες κατευθύνσεις). || χωρίζω, παίρνω άλλη κατεύθυνση.2. φεύγω, αναχωρώ•она -лась с мужем αυτή έφυγε με τον άντρα της.
3. δε συναντιέμαι (καθ οδό)•разъехаться с товарищем δε συναντιέμα ι, στο δρόμο με το σύντροφο.
4. διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ πολύ σιμά•дорога такая узкая, что трудно разъехаться ο δρόμος είναι τόσο στενός, που είναι δύσκολο να μην εγγίξεις.
5. διαχωρίζω, -ομαι, χωρίζω, -ομαι, παίρνω άλλη κατεύθυνση•лыжи -лись на льду τα σκι χώρισαν στον πάγο.
|| πέφτω, σκορπώ. || κουρελιάζω, ξεφτίζω• σχίζομαι•рубашка -лась το πουκάμισο έγινε κουρέλια.
6. εκτείνομαι, πιάνω μέρος,. καταλαβαίνω χώρο. -
5 растечься
-течтся, -текутся, παρλθ. χρ. расткся, -теклась, -лосьρ.σ. ρέω, τρέχω• κυλώ, χύνομαι (προς διάφορες κατευθύνσεις). Ι| (για ρευστά) απλώνω, -ομαι, -διαχύνομαι, διαχέομαι. || μτφ. διαρρέω, απέρχομαι, χωρίζω (προς διάφορες κατευθύνσεις), σκορπίζω, -ομαι. || μτφ. διαχέομαι, διαδίδομαι, ξαπλώνομαι•бледность -лась по лицу η ωχρότητα ξαπλώθηκε στο πρόσωπο•
улыбка -лась по лицу το χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο.
-
6 туманить
ρ.δ.μ.1. ανταριάζω, σκοτεινιάζω.2. θολώνω, θαμπώνω•слёзы -ят глаза τα δάκρυα θαμπώνουν τα μάτια.
|| συγχύζω, μπερδεύω, συσκοτίζω•вино -ит голову το κρασίθολώνει το κεφάλι (το μυαλό)•
страсть туманитьит рассудок το πάθος θολώνει το λογικό.
1. ανταριάζω, καλύπτομαι από ομίχλη. || θαμποφαίνομαι.2. θαμπώνω, -ομαι, θολώνω, -ομαι•взор -ится το βλέμμα θαμπώνει.
|| μτφ. συγχύζομαι, μπερδεύομαι, συσκοτίζομαι•-ится моя мысль συσκοτίζεται η σκέψη μου•
его голова -лась το κεφάλι του (το μυαλότου) θόλωσε.
-
7 опираться
εδράζ/ομαι, στηρίζομαιвал - ется на два подшипника ο άξονας - εται σε δύο τριβείς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > опираться
-
8 прогореть
1. (пострадать от огня) καί(γ)ομαι 2. (сгореть, обратиться в угли) κατακαίομαι 3. (пробыть зажённым в течение какого-л. времени) καίω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прогореть
-
9 сгорать
καί(γ)ομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сгорать
-
10 брак
I брак I м о γάμος, η παν τρειά вступить в \брак παντρεύ ομαι, νυμφεύομαι II брак II м (в производстве) το ελάττωμα, το σκάρτο* * *I мο γάμος, η παντρειάII мвступи́ть в брак — παντρεύομαι, νυμφεύομαι
( в производстве) το ελάττωμα, το σκάρτο -
11 верить
-
12 слышать
слышать ακούω; хорошо (плохо) \слышать ακούω καλά ( άσχημα); первый раз \слышатьу перен. πρώτη φορά τ' ακούω; \слышатьаться ακού(γ) ομαι* * *хорошо́ (пло́хо) слы́шать — ακούω καλά (άσχημα)
пе́рвый раз слы́шу — перен. πρώτη φορά τ'ακούω
-
13 слышаться
-
14 возгордиться
возгордитьсясов (чем-л.) ἀλαζονεύ-ομαι, τό παίρνω ἀπάνω μου. -
15 впрягаться
впрягать||сяζεΰ-(γ)ομαι. -
16 доверять
доверятьнесов1. (иметь доверие) ἔχω ἐμπιστοσύνηΜ, πιστεύω, ἐμπιστεύ· ομαι:не \доверять кому-л., чему́-л. δυσπιστώ, δέν ἐμπιστεύομαι·2. (поручать) ἐμπιστεύομαι, ἀναθέτω, ἐξουσιοδοτώ:\доверять получение денег ἐξουσιοδοτώ κάποιον νά παραλάβει χρήματα· ◊ \доверять тайну ἐμπιστεύομαι μυστικό. -
17 догорать
догор||атьнесов, догор||еть сов ἀπο-καί(γ)ομαι:свеча \догоратьает τό κερί ἀποκαί-(γ)εται, τό κερί τελειώνει· заря \догоратьает ξημέρωσε γιά καλά. -
18 закрыватьться
закрывать||тьсянесов1. κλείνω, (άμετ.), κλεί(ν)ομαι:дверь не \закрыватьтьсяется ἡ πόρτα δέν κλείνεται· занавес \закрыватьтьсяется πέφτει ἡ αὐλαία·2. (накрываться, заслоняться) σκεπάζομαι, καλύπτομαι:\закрыватьтьсяться от дождя προφυλάγομαι ἀπό τή βροχή·3. (переставать действовать, существовать) κλείνω, τελειώνω:выставка \закрыватьтьсяется ἡ ἔκθεση κλείνει· сезон \закрыватьтьсяется ἡ σαιζόν τελειώνει. -
19 отхаркивать
отхарк||иватьнесов ἀποχρέμπ(τ)ομαι, φτύνω, πτύω. -
20 разбинтоваться
разбинтовать||сяλύ(ν)ομαι (γιά ἐπίδεσμο).
См. также в других словарях:
οδύσ(σ)ομαι — ὀδύσ(σ)ομαι και, επικ. τ., ὀδυίομαι (Α) 1. οργίζομαι με κάποιον, θυμώνω 2. μισώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύσ(σ)ομαι προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. *ὀδύομαι (πρβλ. ηπ ύω, ιδρ ύω, μεθ ύω). Το ρ. *ὀδύομαι παράγεται πιθ. από ένα αμάρτυρο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
συγκαί(γ)ομαι — συγκαί(γ)ομαι, συγκάηκα, συγκαμένος βλ. πίν. 162 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκαί(γ)ομαι — Ν βλ. συγκαίω … Dictionary of Greek
αποθρασύνω — ομαι (AM ἀποθρασύνομαι) νεοελλ. 1. ( ω) κάνω κάποιον να συμπεριφέρεται με θρασύτητα 2. ( ομαι) συμπεριφέρομαι με μεγάλο θράσος αρχ. μσν. 1. έχω τόσο θάρρος που δεν λογαριάζω τίποτε 2. μιλώ με θράσος 3. αναγκάζω κάποιον να φερθεί με θρασύτητα … Dictionary of Greek
ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… … Dictionary of Greek
αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… … Dictionary of Greek
ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 … Dictionary of Greek
αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] … Dictionary of Greek
αποστρέφω — (AM ἀποστρέφω) μσν. νεοελλ. 1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση 3. ( ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. ( ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω μσν. 1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω 2.… … Dictionary of Greek
αποτείνω — (AM ἀποτείνω) ( ομαι) απευθύνω τον λόγο σε κάποιον νεοελλ. φρ. «αποτείνω τον λόγο» μιλώ σε κάποιον αρχ. μσν. ( ομαι) αναφέρομαι σε κάτι, υπαινίσσομαι κάτι αρχ. Ι. 1. επιμηκύνω, εκτείνω 2. (για λόγο) παρατείνω την ομιλία μου, μακρηγορώ 3. τεντώνω… … Dictionary of Greek
αποφαίνομαι — (AM ἀποφαίνω κ. ομαι) ( ομαι) 1. εκφέρω γνώμη, λέω την άποψή μου 2. (για δημόσια αρχή) εκδίδω απόφαση, αποφασίζω αρχ. Ι. ενεργ. 1. καθιστώ φανερό, αποκαλύπτω 2. γνωστοποιώ, παρέχω ενδείξεις 3. παριστάνω, παρουσιάζω 4. καταγγέλλω 5. παρουσιάζω… … Dictionary of Greek